Πριν μερικούς μήνες, όταν οι εκπαιδευτικοί απειλούσαν με απεργίες σε περίοδο πανελλαδικών εξετάσεων, παρακολούθησα διάφορους μαθητές της Γ’ Λυκείου, να εμφανίζονται σε τηλεοπτικές εκπομπές. Τα παιδιά ήταν υπέρ της απεργίας των καθηγητών τους και μάλιστα τα επιχειρήματά τους συνέπιπταν με αυτά των απεργών. Κοίταζα τα παιδιά με μεγάλη έκπληξη για έναν κυρίως λόγο: οι νέοι αυτοί έβγαιναν και προπαγάνδιζαν με απόλυτη βεβαιότητα πολιτικές θέσεις, πριν ακόμη αποκτήσουν δικαίωμα ψήφου.
Δε μ’ ενόχλησε η πολιτική τοποθέτηση των εφήβων. Μ’ ενόχλησε ότι είδα πολιτικά φερέφωνα. Αντιθέτως θα ήμουν πολύ ευχαριστημένη, εφόσον διέκρινα από μέρους τους μία κριτική διάθεση, αν άκουγα μία πρόταση πρωτότυπη και αποκλειστικά δική τους. Δε θα μ’ ενδιέφερε αν ήταν εφικτή ή όχι. Ήθελα να δω την παρόρμηση και τη φρεσκάδα της εφηβείας. Αντί γι’ αυτό, άκουσα επίδοξα κομματικά μέλη.
Αυτομάτως αιτιολόγησα το φαινόμενο. Τα παιδιά αυτά αναπαρήγαγαν αυτά που άκουγαν στον περίγυρό τους και κάποιοι «έξυπνοι» σκέφτηκαν ότι θα εξυπηρετούσαν τους σκοπούς τους, μετατρέποντάς τα σε κοινό θέαμα σε εκπομπές τύπου Παπαδάκη ή Καμπουράκη.
Σήμερα όμως έγινα έξαλλη. Ανοίγοντας τα social media, έπεσα πάνω σ’ ένα video. Ένα ανήλικο κοριτσάκι είχε γράψει ένα αυθόρμητο ποιηματάκι, κειμενάκι, whatever, για τους εργαζόμενους στην ΕΡΤ. Αρνήθηκα να δω το θέαμα γιατί πολύ απλά το θεώρησα παιδική κακοποίηση. Νέτα σκέτα και χωρίς περιστροφές.
Η ψυχολογική ανάπτυξη ενός παιδιού συνεπάγεται πολύ συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Αγάπη, ψυχική-συναισθηματική υποστήριξη, τρυφερότητα, υλική υποστήριξη, δικαίωμα στη μάθηση, δικαίωμα στο παιχνίδι και τη διασκέδαση. Η εμπλοκή των παιδιών σε πολιτικά παιχνίδια –διαφημίσεις, προπαγάνδα, κλπ- είναι στυγνή κακοποίηση της παιδικής ψυχής και αθωότητας.
Και ας γίνω πιο συγκεκριμένη: Δεν τάσσομαι κατά της έκφρασης των συναισθημάτων ενός παιδιού. Ασφαλώς μέσα στην οικογένεια τα παιδιά παίρνουν ερεθίσματα και εκφράζονται ανάλογα. Αυτό είναι θεμιτό, καθώς επηρεάζονται από το περιβάλλον. Ειδικά αυτήν τη δύσκολη περίοδο, τα παιδιά έχουν πιο ανεπτυγμένα τα αντανακλαστικά τους. Βλέπουν και βιώνουν τα προβλήματα, ακούν τις συζητήσεις των μεγάλων, ρουφάνε τα πάντα και αντιδρούν ανάλογα. Εκφράζουν ανησυχίες, φόβους, ανασφάλειες. Άλλα γράφουν, άλλα ζωγραφίζουν, άλλα διαμορφώνουν τα παιχνίδια τους. Ας δεχτούμε λοιπόν ότι στα πλαίσια αυτά είναι απολύτως θεμιτό ένα κοριτσάκι να γράψει ένα ποίημα ή να ζωγραφίσει τους απολυμένους.
Το πρόβλημα λοιπόν είναι αλλού. Σε καμία περίπτωση δε δικαιολογείται η έκθεση του παιδιού και των συναισθημάτων του. Σε καμία περίπτωση, οι πολιτικές θέσεις ή οι αγώνες εργαζομένων δεν δικαιολογούν τη μετατροπή ενός παιδιού σε όργανο προπαγάνδας, έστω και αν οι αγώνες αυτοί εκφράζουν δίκαια αιτήματα. Η προβολή ενός παιδιού ως «στόχου», εφόσον θα συλλέξει τόσο αρνητικά όσο και θετικά σχόλια, αποτελεί μία μορφή κακοποίησης.
Αυτό όμως ακριβώς είναι και το απαράδεκτο στοιχείο της υπόθεσης. Με ποια λογική αυτήν την εσώτερη έκφραση του παιδιού τη μετατρέπουμε σε κοινό θέαμα και σε βορά σχολιασμού στο internet; Ποιος παρέχει αυτό το δικαίωμα; Και κατά πόσο νομιμοποιούμαστε να παρακολουθούμε εμείς αυτό το θέαμα; Να παίρνουμε μέρος στη δημοσιοποίηση του ψυχισμού ενός παιδιού;
Ο ενήλικας έχει απόλυτο δικαίωμα να διαδηλώσει τα δίκαια αιτήματά του. Μπορεί να βγει στο δρόμο, να πάει έξω από τη Βουλή και να φωνάξει, να ανέβει στα κάγκελα ή να κάνει απεργία. Κανείς όμως δεν έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει ένα παιδί, και την ανάγκη του να εκφραστεί, στους αγώνες του.