Μια ή δυο φορές τον είδα τον άνθρωπο. Μετά από την πρώτη παράσταση του “Τα παιδιά πενθούν” βγήκαμε μια παρέα. Ενθουσιώδης συζήτηση. Του υποσχέθηκα να προσπαθήσω να το μεταφράσω…
Σήμερα το βρήκα σε μια κούτα καθώς τακτοποιούσα. Πριν φτάσω σε Google search ήξερα την απάντηση όμως:
“Ο θάνατος του Γιάννη Κοντραφούρη
και η γέννηση του ελληνικού μεταδραματικού θεάτρου”
Θα μπορούσε να ήταν τίτλος του επόμενου έργου του αυτό το όμορφο άρθρο που συνοψίζει το έργο του όσο μπορεί κανείς αν δεν έχει δει κάποιο ζωντανά.
[soundcloud url=”http://api.soundcloud.com/tracks/10503001″]
.
Γιάννη προσπάθησα, αλήθεια δεν σε ξέχασα. Μάλλον όμως δεν είμαι αρκετά καλός για να το κάνω όπως θα έπρεπε. Το παραθέτω εδώ ολόκληρο και ελπίζω κάποιος να τα καταφέρει καλύτερα.
.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΠΕΝΘΟΥΝ – ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΚΟΝΤΡΑΦΟΥΡΗ
Από μικρή πίστευα πως είχα ένα σκουριασμένο μαχαίρι καρφωμένο στην καρδιά.
Όταν τον γνώρισα, πίστεψα πως το σκουριασμένο μαχαίρι είναι ένα γερασμένο αστέρι που μπήκε να πεθάνει μέσα μου. Δεν έβλεπα παρά μόνο τις σπίθες απ’ τα μάτια του που κάνανε τις δικές μου ανάσες να βγάζουν κόκκους από χρυσόσκονη. Έφεγγε ματιά τη ματιά η μέρα μιας άλλης ζωής, μιας ζωής εξορισμένης.
Πίστευα πως αν πέθαινε, θα ξέσκιζαν την πλάτη του και θάβγαιναν από μέσα της δυο τεράστια κάτασπρα φτερά. Η πλάτη του ήταν σαν μια θάλασσα χωρίς κοχύλια. ‘Οταν με πιάσανε στο νεκροταφείο πάνω απ’ τον τάφο του, τα νύχια μου ήταν βρώμικα.
Τους ρώτησα, γιατί να μην μας τρώνε τα πούπουλα και να μας τρώνε τα σκουλήκια;
Είμαι μια εγκαταλελειμένη γυναίκα. Στο σπίτι μου δεν έχω κανέναν καθρέφτη. Τους κατέστρεψα όλους. Δεν είμαι πια νέα. Γερνάω.
Γερνάω έτσι όπως σκύβουν οι γερανοί.
Σηκώνω τα χέρια μου χωρίς να έχω τίποτα άλλο να σηκώσω.
Τις ακατάλληλες ώρες όταν όλοι κοιμούνται βαράω τις πόρτες
του σπιτιού μου για να τους ξυπνήσω.
Βροντώ την απουσία του.
Και χθες όλη τη νύχτα είχα πυρετό.
Έφτασα τα ξημερώματα να κοιμάμαι σε βρεγμένα στρωσίδια. Νόμιζα πως η κρεββατοκάμαρα μεταμορφονόταν σιγά-σιγά σ’ έναν τεράστιο βούρκο από σεντόνια. Το στόμα μου είχε γεμίσει πληγές.
Ζητούσα βοήθεια και δεν είχα αυτόν που κάποτε με φιλούσε στο στόμα να μου την δώσει.
Έβλεπα την σκιά μου στις γρίλλιες και τον φανταζόμουνα να
υπνοβατεί έξω από το παράθυρο.
Ο ήλιος όταν ξύπνησα τα είχε στεγνώσει όλα.
Σηκώθηκα ήπια καφέ σε μαύρη κούπα και δεν άντεξα άλλο
ούτε να ζω ούτε να περιμένω.
Έριξα ένα μποξά επάνω μου και βγήκα.
Στάθηκα στην άκρη του πεζοδρομίου ντυμένη μ’ ένα μποξά
μόνο.
Οι περαστικοί κοιτούσαν.
Το μόνο που έκανα εγώ ήταν να τους λέω έναν αριθμό τηλεφώνου ξανά και ξανά. Ζητούσα ένα τηλέφωνο. Το βρήκα.
Ακριβώς δίπλα μου υπήρχε ένας κύριος με παλτό, που με παρατηρούσε.
Πήρα το κεφάλι του μέσα στα χέρια μου και τον ρώτησα.
Παρακαλώ. Ναι. Ναι.
Νεκρό.
Κανείς δεν απαντούσε. Έφυγα.
Έμπαινα σε σπίτια, σε μαγαζιά κι έσπαγα τα τηλέφωνα, τα
κουδούνια, τις τηλεοράσεις.
Γιορτές ήτανε.
Παιδιά δεν θάκανα, τόξερα.
Μια λευτεριά κατάφερα να γεννήσω.
Τριαντάφυλλα μου ματώσανε τα δάχτυλα.
Ένας κήπος με πλάκωσε.
Δεν ήταν κήπος, άντρας ήταν.
“Φύγε από τη μέση, θα σε αποκεφαλίσω Άη Γιώργη” του είπα. Αυτός δεν μίλησε.
Άρπαξε τα λουριά απ’ τα χέρια μου και στήθηκε να τον ζωγραφίσουν.
Μ’ έντυσε μ’ ένα άσπρο, στενό, νυφιάτικο φουστάνι. Με πέρασε από δρόμους πούχαν γεμίσει με χιλιάδες κόκκαλα από πατημένους σκύλους, με χιλιάδες κόκκαλα από πατημένες γάτες.
Ήθελα να πατήσω να σπάσω τα κόκκαλα του Θεού. Ένα τέτοιο τροχαίο ήθελα να κάνω. Μ’ έφτασε σε μια κλινική γεμάτη από αγγέλους. Αγγέλους γεμάτους κατάγματα. Έκπτωτους. Χωρίς φτερά. Βαλμένους σε κάτι δωμάτια σαν κλουβιά. Κλουβιά βρώμικα.
Έβλεπα τους τοίχους και φανταζόμουνα τον ασβέστη τους να κυλάει όπως η λάβα απ’ το ηφαίστειο, κατά πάνω μου. Ήταν γεμάτοι αυτοί οι τοίχοι από απολιθωμένα βλέμματα, κι εγώ ήθελα να τα χαιρετήσω όλα. “Χαίρε Πομπηία”, να τους πω. Επιτέλους ήρθα.
Ω, γλυκειά μου!
Πόσο δύσκολο είναι, νάξερες, πόσο δύσκολο είναι να ζεις μαζί με τους άλλους!
Να αρέσεις στους άλλους ανθρώπους, εννοώ. Πόσο πικρή είναι η γεύση των φρούτων μαζί τους! Των πορτοκαλιών, των μανταρινιών και όλων των άλλων. Ω, γλυκειά μου.
Υπάρχει τέτοιο στίψιμο, τέτοιο σφίξιμο των χειλιών, τέτοια ξινίλα.
Απεριόριστη!
Με καταλαβαίνεις;
Ξανά, αυτά τα λεωφορεία περνάνε.
Περνάνε και περνάνε, έχω χάσει το κορμί μου και τον ύπνο μου.
Θυμάμαι μικρός που έχανα τα σταφύλια, τα κόκκινα σταφύλια που μ’ έστελνε ν’ αγοράσω η μαμά.
Τα έχανα κι έμενα ξάγρυπνος όλη τη νύχτα να ζητάω συγνώμη και να την παρακαλάω πως δεν θα το ξανακάνω. Μ’ έχτιζε η μαμά μου μες τις χαρτοσακκούλες. Ω, γλυκειά μου!
Οι πορνό ταινίες, η μυρωδιά τους μούρχεται ίσαμε εδώ, το ημίφως τους, οι σκιές τους.
Ω, οι βόλτες στα πάρκα με τ’ αυτοκίνητα να περνάνε από δίπλα σου και τα δέντρα δίπλα σου κι αυτά από την άλλη μεριά.
Τί χαρά να τα βλέπεις!
Μ’ έβλεπε κι ο πατέρας μου, ο λύκος χρόνια κόντρα στον ήλιο και τι μ’ έκανε;
Μια μέρα που ανέβαινε τη σκάλα, αυτήν την άσπρη και σκληρή σαν Αλάσκα, έπαψε να βλέπει, οι αναπνοές του κόντεψαν να χάσουν κι αυτές το φως τους και να μην ξέρουν από που να βγουν.
Από τότε ήθελε να γίνει γούνα και να πηγαίνει στα θέατρα. Ο κακομοίρης. Ω, γλυκειά μου!
Μια μέρα συνάντησα κάποιον που πουλιότανε, μ’ ένα καλό σώμα, μ’ ένα καλό αίμα, με κάτι καλά ιμάτια, με κάτι καλά ξύλα και με κάτι καλά καρφιά. Συγνώμη, κύριε, πουλιέστε; τον ρώτησα.
Πόσα δίνετε; μου είπε αυτός. Όσα θέλετε, τα πάντα του είπα εγώ. Ναι πουλιέμαι, μου είπε.
Πολύ ωραία, θα σας αγοράσω με τα όλα σας μαζί. Τον έριξα πάνω μου και μου πήγαινε μια χαρά. Από τότε δεν βρήκα κανέναν να μου πηγαίνει καλύτερα. Όλο αυτόν φοράω.
Όχι τίποτ’ άλλο, θα με περάσουν και για κανα φτωχό. Πλύνε βάλε τον έχω.
Τώρα που είπα πλύνε, θυμήθηκα το νερό. Τον τελευταίο καιρό πίνω πολύ νερό, με ουίσκυ, σε κάτι χώρους, σε κάτι κέντρα που πηγαίνω για να βγάζω το ψωμί μου.
Από κει το βγάζω μπαγιάτικο.
Δεν μου κατεβαίνει αλλιώς κάτω, πρέπει να πίνω.
Ω, γλυκέιά μου!
Θα ήθελα να σου κάνω και μια μικρή αναφορά στα φτερά, στην πλάτη και γενικότερα στο σώμα του έρωτα. Πονάει πολύ όταν μεγαλώνει ένα ολόκληρο αγγελούδι μέσα σου.
Μετά όμως συνηθίζεις σ’ αρέσει κι αυτό ξέρει να φέρεται στα σπλάχνα σου.
Ύστερα, κάποια στιγμή, φεύγει, ξαφνικά. Και να ω γλυκειά μου, η απέραντη τρύπα, το παμφάγο κενό, ο πόνος από τον αέρα της εγκατάλειψης που δεν σε βαραίνει, σ’ αλαφρώνει τόσο που υποφέρεις σαν κουφάλα δέντρου, σαν σπηλιά βουνού.
Μου τηλεφώνησε πριν από χρόνια και μου είπε να μην γυρίσω πίσω.
Πού να πήγαινα εγώ πριν από χρόνια; Έμεινα, πάνω στα πράγματά μου πεταμένος. Είχα στεγνώσει.
Δεν ήθελα τίποτα, δεν ήθελα ούτε να φάω, ήθελα μόνο να
κλαίω, ήθελα αυτόν τον έρωτα που έχασα.
Φοβόμουν γλυκειά μου, φοβόμουν πολύ.
Ήθελα πάντα να το πω στη μάνα μου πόσο πολύ φοβόμουν.
Ήθελα να της το πω έτσι όπως με κοιτούσε με τα μακριά της
μαλλιά να με ικετεύουν.
Άστο, αγόρι μου να μου λένε, άστο το ψαλίδι.
Μισώ τα κυπαρίσσια
Δέντρο στιλέτο δεν γίνεται, και μάλιστα πάνω από τους τάφους.
Αφοΰ δεν μαχαιρώνου^ΐ τον θάνατο τί πάνε και φυτρώνουνε και μας το παίζουν αντεροβγάλτες;
Πάνω στα μάρμαρα υπήρχαν ρόδια σπασμένα για να φτιάχνουν αριθμητήρια τα περιστέρια στα παιδιά τους. Δεν έχω δει ποτέ μου ένα γέρικο περιστέρι. Ένα γέρικο πουλί. Άραγε πώς γερνάνε τα πουλιά;
Τα αγάλματα παρατημένα, τα ραγίσματά τους αιμοραγούσαν μυρμήγκια.
Κρύψαμε τα μαντήλια που κρατούσαμε όταν οι εργάτες βύθισαν τα φτυάρια σαν κουπιά.
Ο ήλιος τρέλλαινε μια κατσαρίδα εκεί στην άκρη του κόσμου, κΐΐγώ μέσα στο παραμύθι έριξα τον Κοντορεβυθούλη πίσω μου για να μην χάσω τον δρόμο. Γύρισα σπίτι.
Το βρήκα περικυκλωμένο από μία καρέκλα κι έναν αέρα καθισμένο πάνω της να σφυράει και να βαράει τις πόρτες. Άκουσα τους αναστεναγμούς απ’ τα κλειδιά στα έγκατα της κλειδαριάς.
Είδα πτώματα εντόμων λιωμένα πάνω στους τοίχους κι ήταν ακόμα τόσο νωρίς κι είχα τόσο θάνατο μπροστά στα μάτια μου.
Έτριψα το δάχτυλο μου στη λακούβα του αφαλού μου, πεινούσα.
Μου αρέσαν οι σοκολάτες, οι γλυκιές σκούρες σοκολάτες, οι
σοκολάτες γάλακτος λιωμένες.
Τα σεντόνια άσπρα, γάλα πάνινο απλωμένα παντού.
Έσκισα ένα κομμάτι τους, το έβαλα στο στόμα μου κι άρχισα
να το πιπιλάω.
Έσκισα κι άλλο.
Έφυγα, πήγα κι άνοιξα το ψυγείο, γονάτισα μπροστά του. Το φως του έπεσε στο πρόσωπο μου, προσευχήθηκα, σ’ ένα εικονοστάσι από φράουλες, από ελιές, από κρέατα. Σε μία Αγία Λαϊκή Αγορά.
Μία πράσινη μικρή φλέβα φτιάχτηκε πάνω στα χείλη μου, την πήρα και την κοίταξα. Φλουδίτσα απ’ αχλάδι.
Τα μάτια μου την πατήσανε, γλιστρήσανε πάνω της, πέσανε κι
από τον πόνο κλάψανε με λυγμούς. Όλη τη νύχτα έμεινα ξύπνιος.
Έτσι ήθελα να πενθήσω εγώ την αγάπη μου, ξύπνιος.
Έμεινα να θυμάμαι πόσο πολύ ήθελε να σωθεί.
Όλο να το γράψει ήθελε, όλο να το λέει.
“Πιάσου από κάπου θα μου φώναζε η μαμά σ’ ένα ναυάγιο.
Πιασμένη θα της έλεγα εγώ ήμουνα πάντα μες το κακό και τον
χαλασμό από την ώρα που βούλιαξε το πλοίο.
Πιασμένη ήμουνα πάντα από τ’ αρχίδια του μπαμπά, από τα
βυζιά σου, από το χώμα, απ’ τον αέρα, από της Παναγιάς τα
μάτια.
Αυτό δεν είναι έρχομαι και ζω, αυτό είναι πιάνομαι σ’ έναν ιστό και περιμένω”.
Έτσι τάλεγε η αγάπη μου που τελικά πήρε μια σκούπα κι έγινε μάγισσα κι έμεινα βρώμικος εγώ από τότε να κοιτάζω τη σκόνη στο σερβάν που πάνω της σεμεδάκια άσπρα με τρύπες από λουλούδια κρατάνε μπιμπλό από μπομπονιέρες. Έχουν ακόμα το τούλι, την κορδέλα και το ένα ροζ κουφέτο μαζί με τ’ άλλα τέσσερα πέντε άσπρα. Υπάρχουν επίσης και κορνίζες πλαστικές ασημί ή χρυσές πάντα με σκαλίσματα. Το σερβάν έχει και γδαρσίματα. Από δαχτυλίδια κι από γιορτές. Οι γιορτές ήταν οικογενειακές.
Οι θείες φορούσαν ρόμπες με φερμουάρ που τις περισσότερες
τους τις είχε φέρει η θεία απ’ την Αμερική.
Ή φορούσαν φούστα μαύρη με μπλούζα βε.
Και χρυσά και κραγιόν, μόνο κραγιόν στα πολύ λεπτά τους
χείλη.
Επίσης και χρυσά δόντια κάποιες απ’ αυτές.
Απ’ αυτές τις γυναίκες, απ’ αυτές τις Κυριακές.
Κυριακή ήταν και τότε.
Ξαπλωμένη στο κρεββάτιτου Νοσοκομείου.
Μελανή και άσπρη σαν μια σημαία ελληνική.
Ζητούσε έναν καθρέφτη.
Σχεδόν ψυθιριστά.
Να δει πως θα πέθαινε.
Να δει πώς θα το μπορούσε.
Έβλεπε τα κίτρινα πρόσωπα των επισκεπτών, την καφέ απορία τους.
Μια αφράτη νοσοκόμα, αποκλειστική, μαμή στο θάνατο, κοκ- κίνησε.
“Καθρέφτη;”, είπε. Τον έφερε.
Έναν απλό πλαστικό καθρέφτη, μ’ εκείνο το τσιγκελάκι από πίσω για να τον στηρίζεις. Της τον έδωσε.
“Καλοκαιρινό σινεμαδάκι είμαι” μου είπε, είπε, “με κοιτάζουν
και μυρίζω κολώνια γιασεμί”.
Σπόρια, πορτοκαλάδες, σάμαλι, οι ξένοι.
Είπε:
“Πώς θα μ’ αντικρΰσω, τί θα μου πω;”.
Κοιτάχτηκε.
Είπε:
“Ζήσε, ζήσε, γαμώ το, κοιτάξου, εσύ είσαι, εσύ η ίδια”. “Αγάπη μου κοίτα, κοίτα κι εσυ, στο μάγουλο μου, στο αριστερό μου μάγουλο κάτι βγήκε, κάτι στέκεται και κοιτάζει στον καθρέφτη μαζί μ’ εμένα”. Δεν είδα τίποτα. “Τί είσαι εσυ;”, το ρώτησε. “Η αρρώστια είμαι”, απάντησε. “Φοβάσαι κι εσυ”;
“Ναι, φοβάμαι κι εγώ”, ξαναπάντησε μόνη της. Κι έτσι μ’ άφησε και πέθανε.
Ήχοι από χτυπήματα. Αγάπη μου.
Κίτρινο φως μπερδεμένο με λασπωμένα παπούτσια.
Οι λάσπες (που) λερώνουν τα στρωσίδια, τα στρώματα, τα
κορμιά, τους χώρους, τους ύπνους.
Ήρθανε όλοι, αγάπη μου.
Πλησιάζει η ώρα που θα σβήσω κάμποσα κεριά κόκκινα, ριγωτά.
Θα φυσήξω, τ’ ακούτε; Τολμάω να το κάνω.
Τί να λένε αυτά τα παιδιά, αυτά τα αγόρια τα καβουρδισμένα. Να λένε για άντρες, για γυναίκες, για γλώσσες, για σφιχτές γωνιές, για στήθια, για τρέλλα να λένε; Μα δεν υπάρχει πουθενά το ποτάμι, η βενζίνη, το πετρέλαιο, το σπίρτο;
Η φωτιά υπάρχει μοναχά πάνω σε μια τούρτα. Τί να λένε αυτά τα παιδιά, αυτά τα κορίτσια τα ξαναμένα; Να λένε για ομοφυλόφιλους, για λεσβίες, για νύχια, για χαλαρές γέννες, για τρίχες, για φωνές να λένε; Μα δεν υπάρχει πουθενά η γέφυρα, τα ξύλα, τα βότσαλα, το παραπάτημα υπάρχει μοναχά του χρόνου πάνω σε μια φωτογραφική μηχανή.
Σπίτια, κεφάλια, πρόσωπα, χαμόγελα χωμένα σε μαξιλάρια.
Οι άνθρωποι ζούνε πετώντας κλεισμένοι σ’ ένα καρφιτσόκουτο.
Τα γόνατά μου για να μην προσκυνήσουν, τί να τα κάνω;
Πάντα θα μείνω ένα δημιούργημα, ένας βρυκόλακας, ένα
λοφάκι στην άμμο, ένα μικρό μεθυσμένο παιδί.
Φώτα, ζαρντιέρες, κορσέδες, φόβοι, τεντωμένα λάστιχα, τόπι
η γη σχεδόν γαλάζια, σα βιολέτα γαργαλιέται από τα βήματα
των εντόμων, των ανθρώπων.
Επάνω σε μια θάλασσα επιπλέω ανάσκελα.
Τρελλαίνεται το φεγγάρι έτσι κουλό όπως είναι.
Και ο ήλιος βράζει με τα χέρια του το κορμί του.
Τα λόγια μου περισσεύουν.
Οι αναπνοές μου όχι.
Ήρθαν όλοι.
Όπου κι αν ανοίξω θα βρω τον τάφο μου. Και καλά γίνεται.
Γιατί θάπρεπε να ψάχνω τα πουλιά κι όχι τα χώματα. Γιατί θάπρεπε η καρδιά μου να στέκεται μπροστά κι όχι να κρύβεται στις τσέπες παντελονιών που κουβαλάνε πάνω τους κι από ένα φερμουάρ χαλασμένο.
Γιατί μελάνιασε η ζωή μου κοιτώντας την αρρώστεια της κι όχι την γιατριά της.
Εδώ και πολλή ώρα τάχω χαμένα. Τους κοιτάζω, με κοιτάνε και δεν βλεπόμαστε. Τους μιλάω, μου μιλάνε και δεν ακουγόμαστε. Είμαι κλονισμένος ψυχικά και σωματικά. Είμαι ένα πακέτο βούτυρο.
Δεν μπορώ να ακούω επιθυμίες, δεν μπορώ ν’ ακούω μαχαίρια, δεν μπορώ ν’ ακούω χρόνια πολλά. Θέλω να μείνω κλεισμένος στο ψυγείο της ψυχής μου. Φοβάμαι για την αγάπη μου και για μένα. Για την μαρμελάδα μου και για μένα. Πώς να την σώσω; Είμαι ένα κομμάτι, δεν έχω χέρια. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελλή. Κοιτάζω το μισοτελειωμένο βάζο μιας άλλης μαρμελάδας παλιάς, το μισοτελειωμένο πακέτο ενός άλλου βούτυρου παλιού και με πιάνει τρόμος. Πώς να σωθούμε; Πώς να μείνουμε για πάντα μαζί; Πώς να ζήσουμε;
Έτσι όπως είμαστε φτιαγμένοι για κατανάλωση. Σε ποιά κρυψώνα; Σε ποιά κατάψυξη;
Κάποτε όταν ήμουν μικρός Ζούσα σε κάτι δωμάτια σα βαγόνια.
Ο πατέρας μου κι η μάνα μου με καμαρώνανε για μοναχοπαίδι τους. Ο πατέρας μου δεν ήξερε να ονειρεύεται, μόνο να κοιμάται.
Σαράντα χρονών μαντράχαλος ολόκληρη μάντρα είχε γίνει η καρδιά του.
Ένα τραγούδι αφιέρωνα στον πατέρα μου κι εκείνος τ’ άκουγε, τ’ άκουγε, κι εγώ έκλαιγα, έκλαιγα ώσπου να τελειώσει το τραγούδι.
Του αφιέρωνα ένα τραγούδι για να μην ακούει το κλάμα μου.
Όταν τελείωνε έφευγα μακριά του.
Μόνος.
Έκλαιγα γι’ αυτά που θεωρούσα άδικα, ώσπου η μάνα μου άρχισε να με χρησιμοποιεί για να κάνει οικονομία στο αλάτι. Η μάνα μου η αχοιβάδα μου έδειχνε το μαγιώ της για θάλασσα, τα μανταλάκια για κοράλια κι εγώ έβγαινα στην ταράτσα να Κολυμπήσω στα σκοινιά.
“Μάνα γιατί στίβεις τα ρούχα και δε στίβεις τα μαλλιά σου;” τη ρωτούσα.
“Τα ξανθά σου μαλλιά δεν είναι χιλιάδες ηλιαχτίδες από γάλα;” “Μάνα μ’ ακούς;
“Κουκουβάγια είσαι μάνα. Όταν κλαις πεινάς.
Κοίτα με, μ’ έχουν κρεμάσει στον τοίχο.
Μ’ έχουν στήσει στον τοίχο.
Μ’ έχεις κάνει. Άσε με να σου μιλήσω. Μη λείπεις.
Πόσο χρονών είμαι μάνα;
Δώδεκα; Είκοσι; Τριανταδύο;
Είμαι μικρός ακόμα;
Είμαι γέρος μάνα;
Άκου με, σπάω τη τζαμαρία, σχίζω το χαλί σου.
Μα γιατί να μην μπορείς να πετάξεις, που είναι τα χέρια σου,
τα δικά σου τα χέρια. Θυμάσαι;
Μ’ αρέσουν τα παχιά σώματα, με πλακώνουνε, με πνιγούνε, έχω γίνει ελεεινός από τα γέλια, γελάω τώρα από πόνο. Λίγο ακόμα θέλω για να πεθάνω και φταις εσύ που δεν γίνεται. Εσύ φταις γιατί όταν κλαις πεινάς. Τους τρως.
Με τρως. Και παύεις μετά τα κλάματα. Στεγνή στέκεις μετά. Έτσι όπως τώρα, πάντα έτσι στέκεις. Μ’ ακούς μαμά;” της έλεγα.
ί
“Αύγουστος.
Καταμεσήμερο. Στην ταράτσα του σπιτιού μας, μες την παράγκα με τα δίχτια. Πάνω στα δίχτια, στα τσουβάλια πεταμένος ήμουν.
Από πίσω μου ο ανηψιός σου μου ‘χε αρπάξει το στόμα μες τη χούφτα του. Είχε ιδρώσει και βογγοΰσε κάθε φορά που προσπαθούσε να χώσει την ψωλή του μες τον κώλο kou. Τί πόνος! >
Και τα ρουθούνια μου δυο πηγάδια που είσπνεαν όλη την ξεψυ- χισιά της θάλασσας.
Α! του έλεγα εγώ, Α! κι αυτός συνέχιζε ακάθεκτος, κρυμμένος απ’ το λιοπύρι πάνω μου, να με καταπλακώνει μ’ όλη την κάψα του κορμιού του. Μ’ ακούς μαμά; Σ’ ένα τσεκούρι με γέννησες. Μ’ έριξες απ’ τη φωλιά για να πετάξω, κι έπεσα. Κι αντί για μένα σηκώθηκε το χώμα να πετάξει αυτό. Τόχες αποφασίσει να καρτερείς για να μην πάψεις ποτέ να είσαι απαραίτητη. Όχι από αγάπη, από πλήξη. Δεν μ’ ακούς, το ξέρω.
Οι άντρες που με κρατούσαν τη νύχτα στα χέρια τους, μου ψυ- θιρίζανε στ’ αυτί: αυτό το μυστικό θα το πάρουμε μαζί μας στον τάφο. Δεν θα το μάθει κανείς. Εγώ τους άκουγα.
Τους είχε στείλει ο Θεός και του Θεού τα φανερώματα δεν
πρέπει να τα λες.
Έτσι, δεν είναι θείε, ξάδερφε;
Στο αίμα μου χώσατε τον έρωτά σας, τον θάψατε μέσα μου. Παλιοπούστηδες.
Τι σημασία μπορεί να είχε η ποίηση για σας τότε που ήθελα να μου αγοράσουν ξύλινα τσόκαρα απ’ τη λαϊκή, στο μωσαϊκό του διαδρόμου να τα κοπανάω, Σάββατο πρωί, όταν οι φωνές των μανάβηδων έφταναν μέχρι την πόρτα μας. Τι σημασία μπορεί να είχε η ποίηση για σας όταν Σάββατο βράδυ στην ταράτσα του σπιτιού στρώνανε τα ντιβάνια για να κοιμηθούμε στη δροσιά, τότε που απλώνατε τα χέρια σας αγαπημένοι μου, και τ’ αστέρια πέφτανε και μου καρφωνόντουσαν στο λαιμό.
Μα εγώ στην εφηβία μου επάνω σα ζάχαρη σας ξομολογήθηκα σε γυναίκες του σογιού μας κι έφυγε το μισό δηλητήριο από μέσα μου, ο μισός τάφος που μου σκάψατε έκλεισε κι έτσι αναρρωμένος από τα χάίδολογήματά σας, μπήκα στα μέρη τα φαρ-
διά της πολιτείας. Στα Κολωνάκια της.
Με σας βούιξε ο τόπος μας, μπαστούνες πήρανε οι παππούδες για να σας σκοτώσουν.
Δυο μέρες κράτησε το νταβαντούρι, άιντε τρεις, κι όλο το πράμα στον πηγαιμό του. Δεν σας βρήκαν ποτέ. Λες και δεν ξέραν που είναι τα σπίτια σας. Τα ξεχάσανε, σας ξεχάσανε με τα χρόνια. Μόνο εμένα θυμόντουσαν. Καλά τους φέρθηκα, τους παρηγόρησα. Έκανα πως τα ξέχασα, πως δεν τα θυμόμουνα πια κι εγώ τα αγγίγματά σας.
Έτσι έκανα, γιατί είχα βρει άλλα καινούργια, πιο καινούργια απ’ τα δικά σας.
Φρέσκα σαν αυγά έτοιμα για τηγάνισμα πούχαν με κακαρίσμα τα ξεγεννήσει οι πόνοι της καρδιάς μου.
Κάθομαι στον ακάλυπτο και κοιτάζω τη θέα.
Ο άντρας μου κάθεται μέσα και διαβάζει εφημερίδα.
Είμαι παντρεμένη
Έχω κάνει ένα γάμο.
Πώς τον έκανα δεν θυμάμαι.
Ο πατέρας μου κι η μάνα μου το θυμόντουσαν αλλά πέθαναν. Το παιδί μου δεν το μεγάλωσα πολύ, δεν πρόλαβα. Έφυγε. Δεν ξέρω τί κάνει και πού είναι. Έχω το σκύλο τώρα. Το κατοι κίδιό μου. Αυτό ξέρω τι κάνει και που είναι ολόκληρο το εικοσιτετράωρο.
Μ’ αυτό ασχολούμαι τώρα. Πιστή στις παραδόσεις. Είναι μεσημέρι. Έχει ήλιο.
Θα ‘λεγα ότι δεν μ’ αρέσει ούτε ο ήλιος, ούτε το μεσημέρι, ούτε ο ακάλυπτος, ούτε ο άντρας μου που κάθεται μέσα και διαβάζε εφημερίδα.
Θα το ‘λεγα αν ήταν σωστό, αλλά δεν είναι.
Βλέπω τις ανάγκες του σκύλου μου.
Τις μαζεύω με χαρτιά ή και με εφημερίδες παλιές.
Τόσα δυστυχήματα, τόσα γεγονότα τα βλέπω να πασαλίβονται
από τις ακαθαρισίες. Τις δικές μου ανάγκες δεν τις βλέπω. Τις
μαζεύω μόνο.
Στα απέναντι διαμερίσματα φρεσκοπλυμένα αντρικά εσώρουχα κρέμονται στα σκοινιά πιασμένα σε πολύχρωμα μανταλά- κια.
Τι σκοτάδια ζω!
Μια τυφλή αράχνη πήγε κι έφτιαξε τον ιστό της από το ένα χερούλι της καρέκλας στο άλλο. Βέβαια, δεν καθόμαστε συχνά σ’ αυτήν την καρέκλα. Το μπαλκόνι είναι μικρό, γεμάτο από αναρριχώμενα φυτά που τα λένε πόθους.
Τώρα εγώ είμαι όρθια μπροστά τους.
Με λόγια γεμίζω τη ζωή μου, με προσευχές σε διάσημους αγίους νοικοκυρεύω την αγωνία μου.
Στην κουζίνα μου έχω βγάλει μερικά ψάρια από την κατάψυξη.
Τά’χω βάλει στο νερό να ξεπαγώσουν.
Κάθομαι στο μπαλκόνι μου και θυμάμαι την κουζίνα μου.
Κάθομαι στην κρεββατοκάμαρά μου και θυμάμαι το σαλόνι
μου.
Δεν έχω μεγάλο σπίτι. Δεν έχω να θυμάμαι και πολλά. Δεν θέλω να θυμάμαι και πολλά. Οι σακκούλες του σούπερ-μάρκετ μου μιλάνε άσχημα. “Χρόνια”, μου λένε, “μαζί με μας πεταμένη είσαι κι εσύ από δω κι από κει. Ξέρεις που θα καταλήξεις όσα αγαθά κι αν κουβάλησες”. Τις καίω.
Μυρίζει όλο το σπίτι πλαστικό και νοιώθω την ανάγκη ν’ αρχίσω να τραγουδάω για τις χαμένες σακκούλες, για το τελειωμένο απορρυπαντικό, για όλα αυτά τα εφήμερα αντικείμενα που με συντροφεύουν χρόνια τώρα.
Αυτά με βλέπουν, γίνονται ένα με μένα, μένουν επάνω μου, οι σακκούλες στα μάτια μου, το απορρυπαντικό στα χέρια μου, η τρύπα του νιπτήρα στην καρδιά μου.
Δεν βγαίνουμε συχνά έξω με τον άντρα μου, κι αν βγούμε πηγαίνουμε στις ταβέρνες και στις ψησταριές. Όλο κοντά σε φωτιές και σε σφαγεία με πηγαίνει. Δεν έχω όρεξη πια γι’ αυτά. Θα ‘λεγα ότι πεινάω για αλλοδαπούς. Θα το ‘λεγα αν ήταν σωστό. Αλλά δεν είναι.
Σωστό είναι το θέλημα του Θεού.
Παιδί ο Θεός που τον στέλνουμε να μας κάνει τα θελήματα. Όχι, δεν το λέω σωστά.
Ο Θεός στέλνει εμάς.
Ο Θεός στέλνει σε μας.
Τώρα το λέω σωστά. Έτσι νομίζω.
Νομίζω πως πρέπει να λέω και να κάνω το σωστό.
Έτσι νομίζω.
Έτσι νομίζω τώρα όπως κάθομαι στον ακάλυπτο και κοιτάζω
τη θέα που έχει το ύψος.
Να πέσω θα ‘λεγα.
Θα το ‘λεγα αν ήταν σωστό.
Αλλά δεν είναι.
Έτσι νομίζω.
Μαμά κοίτα τα αρνάκια.
Τι κάνουνε μαμά τα αρνάκια;
Γιατί τρώνε μαμά τα αρνάκια; Γιατί;
Μαμά, γιατί σε ρωτάω συνέχεια;
Μαμά, άμα μεγαλώσω θα καταλαβαίνω;
Μαμά, γιατί μου είπες πως τα ζωάκια δεν καταλαβαίνουν;
Γιατί τα τρώμε μαμά τα ζωάκια;
Εμάς ποιός μας τρώει;
Τον παππού ποιός τον έφαγε;
Μαμά, τα αρνάκια τρελλαίνονται από το φόβο τους όταν πάνε να τα σφάξουνε το Πάσχα. Εγώ τα ‘χω δει πώς κάνουνε. Αφού δεν φοβούνται πώς τρελλαίνονται; Εγώ μαμά άμα τρελλαίνομαι από το φόβο μου, πιπιλάω το δάχτυλο μου. Τί να κάνω;
Τα άλλα παιδάκια στην ηλικία μου παίζουνε, κι εγώ παίζω, αλλά μ’ αρέσει να πιπιλάω κιόλας.
Μαμά, πήγαινέ με κάπου που δεν θα σουβλίζουνε τα αρνάκια. Ο Αθανάσιος Διάκος είναι ο Θεός των αρνιών. Έτσι είναι.
Τα ανώτερα όντα περνάνε τα πάθη για να μας διδάξουνε.
Έτσι έκανε κι ο Χριστός για μας, έτσι έκανε κι ο Αθανάσιος
Διάκος για τα κατσίκια.
Κι οι δυο τους το κάνανε για την επανάσταση.
Γιατί μαμά πιστεύετε πως κάτι μου ‘χει μπει μέσα μου;
Αφού απ’ έξω μου τα βλέπω αυτά που λέω.
Είδα σε κάτι ντοκυμαντέρ στην τηλεόραση κάτι πράγματα που
δεν τα καταλαβαίνω.
Μαμά, στα νησιά Καλαμπάκας υπάρχουν τροπικές σαύρες που τρώνε ζωντανά ζωάκια δεμένα.
Επίτηδες τα δένανε οι άνθρωποι του ντοκυμαντέρ για να τα φάνε και να τα δούμε εμείς γιατί οι σαύρες ήταν χοντρές και δεν τρέχανε γρήγορα. Αργούσαν.
Και σε κάτι παπάκια καρφώσανε τα πετσάκια στα πόδια τους, στο χώμα με καρφιά, κι αυτά φωνάζανε, κι αυτοί τ’ αφήσανε εκεί και φύγανε.
Σ’ ένα άλλο, η Ρωσία είχε χιόνια, η Αιθιοπία είχε πείνα και η Γερμανία φούρνους.
Εμείς, εδώ, είχαμε κάτι γέρους φτωχούς, κι εγώ θυμήθηκα τον παππού που έπινε επειδή ήταν φτωχός κι έλεγε πως άμα πεθάνει θέλει να γίνει βροχή.
Μαμά, στο σπίτι μας ένα βράδυ που κοιμόσαστε εσύ κι ο μπαμπάς, μια σφιγγίτσα έμεινε χωρίς φτερά. Της τα ‘καψε η λάμπα. Φύσαγε έξω και η καρδιά της νύχτας είχε αγριέψει. Πού θα προλάβαινε να κρυφτεί;
Όλο το κεφαλάκι της έτριβε με τα δύο μπροστινά της ποδαράκια.
Το κακόμοιρο το σφιγγάκι θα πέθαινε τσάμπα και βερεσέ. Πώς να ζούσε περπατώντας; Αυτό δεν ήξερε έτσι, δεν μπορούσε.
Άμα ένα μικρό εντομάκι πάθει ατύχημα δεν μπορεί κανείς να κάνει τίποτα.
Ποιός θα νοιαστεί για τη ζωή μιας σφιγγούλας; Όλο το κεφαλάκι της έτριβε. Κρύωνε και φοβόταν.
Κι εγώ προσευχήθηκα στο Θεό για να τη σώσει.
Θεέ μου σε παρακαλώ, του είπα, κάνε το μικρό σφιγγάκι να
μπορέσει να πετάξει ξανά.
Φοβάται, Θεούλη μου, γι’ αυτό.
Του καήκανε λίγο τα φτεράκια του.
Τι είναι για σένα μια σταλιά φτερό να του το δώσεις;
Γιάννης Κοντραφούρης