…τα χτυπήματα που έπεφταν βροχή στην αποβάθρα της Θεσσαλονίκης αυτό το πρωί δεν οφείλονταν, για την ώρα τουλάχιστον, στην αστυνομία του Ντερβίς πασά, του επονομαζόμενου από το λαό Ντζιλάντ πασά (Τιράν πασά), ο καβγάς ήταν τυπικά ανατολίτικος, δηλαδή μπερδεμένος. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς που δέρνονταν δεν είχαν ιδέα γιατί το ’καναν. Το φαινόμενο ήταν κολλητικό, δέρνονταν για τη χαρά του καβγά.
Για να πούμε την αλήθεια, ένα Εβραιόπουλο που είχε μπαρκάρει πριν από τρία χρόνια σ’ ένα υδραίικο καράβι, αφού το ’σκάσε από το σπίτι του, είχε ασπαστεί το χριστιανισμό. Γυρνώντας στη Θεσσαλονίκη, όπου έκανε σκάλα το πλοίο του, βγήκε στη στεριά με τους συντρόφους του. Κάτι Εβραίοι, φίλοι του πατέρα του, το αναγνώρισαν και εχθρικοί Εβραίοι, άρπαξαν το ναύτη από τα χέρια των συντρόφων του και τον έσυραν με βρισιές και απειλές στα σοκάκια ως το σπίτι του πατέρα του. Στο μεταξύ, οι Έλληνες φίλοι του έτρεξαν για ενισχύσεις. Κι έτσι καμιά τριανταριά ναύτες οπλισμένοι με ραβδιά, μπήκαν στην πόλη τρέχοντας, ρίχτηκαν στους Εβραίους, τους εξουδετέρωσαν, λευτέρωσαν το δύστυχο κι άρχισαν να αναδιπλώνονται κατά το λιμάνι. Μα οι Εβραίοι δεν το ’βαλαν κάτω. Ανασυγκροτήθηκαν και με τις γραμμές τους ενισχυμένες από πλήθος εθελοντές, έκοψαν την οπισθοχώρηση των φυγάδων.
Η μάχη ξανάρχισε και γενικεύτηκε αυτή τη φορά, γιατί ο κάθε περαστικός που ανήκε στη μια ή στην άλλη κοινότητα ριχνόταν στο μπουλούκι με μανία. Και μέσ’ από τα χτυπήματα ακούγονταν βλαστήμιες και να τους βγάλει τα μάτια). —Αλλάχ κιοκλερινί κιπρίντ σουγιού ντοξουνέ! (Ο Θεός να φαρμακώσει τη φύτρα τους!)
Τέλος, μπήκαν στη μέση οι Τούρκοι με τη γνωστή θηριωδία τους, αφού ξεπέρασαν τη συνηθισμένη τους ραθυμία. Ένα απόσπασμα ζαπτιέδων, μ’ επικεφαλής ένα λοχία, φάνηκε στη γωνιά του δρόμου. —Τελέφ ετινέ σου τζεναμπεττλερέ! (Ξεπαστρέψτε μου ετούτους τους βρομιάρηδες)
Οι χωροφύλακες όρμησαν με το μακρύ, δερμάτινο μαστίγιο γερά σφιγμένο στη χούφτα. Στην πρώτη γραμμή του τρομοκρατημένου πλήθους, ο Μοζέ Μοενίμ, ένας Εβραίος μικρομαγαζάτορας, στο πλήθος, μα ο κολοσσός ήταν πιο γρήγορος. Άπλωσε το στιβαρό του μπράτσο, το μαστίγιο έκανε κλάκα στον αέρα κι έπεσε στο πρόσωπο του Εβραίου, ανοίγοντάς το σαν καρπούζι, από τον κρόταφο ως το σαγόνι. Ο Μοζέ ούρλιαξε από πόνο κι έφερε τα χέρια στο ξεσκισμένο μάγουλό του. Ο Μουσάντ, με το χαμόγελο στα χείλη, ύψωσε το μπράτσο του και χτύπησε και πάλι, οργώνοντας αυττ) τη φορά το τριχωτό της κεφαλής του πληγωμένου. Ο Μοζέ έπεσε στα γόνατα. Με μια κλοτσιά ο Μουσάντ τον έριξε κατάχαμα κι ύστερα με υψωμένο το μαστίγιο, ρίχτηκε στους άλλους… στασιαστές. Ξοπίσω του, όλο το απόσπασμα, πέρασε πάνω από το αδερφός του Μοζέ, είχε παρακολουθήσει ανίσχυρος τη σκηνή. Μια φονική λάμψη άναψε στα μάτια του.
Οι αδερφοί Μοενίμ αγαπιούνταν όπως αγαπιούνται οι Εβραίοι αδερφοί. Μα αν ο μεγάλος ήταν γνωστός για τον καλό του χαρακτήρα πάντα —γελαστός και πολυλογάς— δε συνέβαινε το ίδιο και με τη φήμη του νεότερου. Αυτός ήταν πολύ διαφορετικός. Από τότε που ο πατέρας τους πέθανε από πείνα και απελπισία στη φοβερή φυλακή του ΚανλίΚουλά, τον πύργο του Αίματος, για ένα απλήρωτο γραμμάτιο, ο Ελιάκι έβραζε από λύσσα. Ο γερο-Μοενίμ ήταν πολύ φτωχός για να λαδώσει τις αναρίθμητες τουρκικές χούφτες που απλώνονταν κάθε στιγμή, με κάθε πρόσχημα… Εκείνη την εποχή στη Θεσσαλονίκη βασίλευαν ξεδιάντροπα η αυθαιρεσία, η βιαιότητα και η διαφθορά. προσπαθούσε ν’ αποφύγει τις καμτσικιές που ράβδωναν αδιάκριτα ελληνικές κι εβραίικες ράχες. Οι ζαπτιέδες είχαν πιάσει τους πρωταίτιους του καβγά, το νεαρό ναύτη κι όσους, εχθρούς και φίλους, τον περιτριγύριζαν.
Ο Ελιάκι πισωπάτησε στη σκιά μιας καμάρας για να προσπεράσουν οι Τούρκοι κι ύστερα έτρεξε στον αδερφό του που κειτόταν μέσα στο αίμα του. Έσκυψε πάνω του και τον γύρισε. Σαν αντίκρισε τη βαθιά πληγή με τα βιολετιά χείλη, έσφιξε τις μασέλες του. Αν επιζούσε ο Μοζέ, πράγμα που δεν ήταν σίγουρο γιατί οι ζαπτιέδες του είχαν ‘ βουλιάξει το θώρακα ποδοπατώντας τον, θα έχανε σίγουρα το ένα του μάτι και θα ’μενε παραμορφωμένος. Σαν πέρασε ο κίνδυνος, οι γείτονες άρχισαν να βγαίνουν από τα σπίτια τους και να περιτριγυρίζουν τους δυο αδερφούς. τους Έλληνες γιατί εξαιτίας τους είχαν συμβεί όλ’ αυτά. Κι έριχναν στο κεφάλι του Μουσάντ όσες κατάρες ήξεραν.
—Α, αυτός ήταν, αυτός ο κακούργος! Τον είδα από το παράθυρό μου! Που να σαπίσει το αίμα του, να του πέσει η μύτη!
—Πέρσι τσάκισε τα πόδια του μικρού Γιατζέ με μπαστουνιές, που να μπουν σκουλήκια στα μάτια του!
—Αχ, αυτός το γλεντάει σκοτώνοντας και βασανίζοντας. Ποιος θα μας γλιτώσει απ’ αυτή τη μάστιγα;
—Εγώ… Η φωνή του Ελιάκι ήταν βραχνή και σιγανή, αλλοιωμένη λες κι είχε έρθει τρέχοντας από μακριά. Ανασηκώθηκε.
—Σαλόμ, Μάρκο, πάρτε τον αδερφό μου… αίμα του να κυλάει! είπε αργά ψηλαφίζοντας κάτω από το φτωχικό του ρούχο το μακρυλέπιδο μαχαίρι του. Δούλευε στο ψαράδικο του Έπογλου. Ο Μοζέ είχε γυναίκα και παιδιά. Το μικρό μπακάλικο δεν μπορούσε να θρέψει τα δυο αδέρφια. Δέκα ώρες την ημέρα, για ένα άθλιο μεροκάματο, ο Ελιάκι άδειαζε τα ψάρια από τα σπλάχνα του. Η επιδεξιότητά του ήταν παροιμιώδης. Ο κοσμάκης του μαχαλά αστειευόταν λέγοντας πως με το μαχαίρι του, ο Ελιάκι Μοενίμ, ήταν ικανός να κόψει φέτες τις λέξεις που πρόφερε ο φλύαρος αδερφός του, μόλις τις έβγαζε από το στόμα του. Το ακροατήριο πάγωσε. Να σκοτώσει έναν Οθωμανούς από τη Μακεδονία… και θα χάσεις τη ζωή σου.
Ο Ελιάκι έσπρωξε απότομα το γέροντα κι ύστερα, σαν θυμήθηκε τη φιλία που του είχε ο πατέρας του, άγγιξε ελαφρά το χέρι που είχε αποδιώξει. —Πρέπει, Ηλία! του είπε σιγανά. Και χωρίς να προσθέσει λέξη, γύρισε και πήρε τους Τούρκους το κατόπι. Μέσα στα στενά δρομάκια, η σύγχυση είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της. Το τούρκικο απόσπασμα είχε χωριστεί στα δυο. Η πρώτη ομάδα οδηγούσε τους κρατούμενους στο τμήμα της περιοχής. Η δεύτερη καταδίωκε τους ταραξίες που κατηφόριζαν προς την στην άτακτη φυγή τους. Κοφίνια αναποδογύρισαν, πραμάτειες σκορπίστηκαν, γυναίκες και παιδιά ρίχτηκαν στη γη.
Οι Έλληνες ναυτικοί και οι Εβραίοι τεχνίτες που πριν από ένα λεπτό αλληλοδέρνονταν, ξέχασαν για μια στιγμή τη διαμάχη τους κι έτρεχαν πλάι πλάι, κάτω από το βούρδουλα του Τούρκου. Οι Έλληνες έλπιζαν πως θα ’βρίσκαν καταφύγιο στα καράβια τους, που οι Τούρκοι δε θα τολμούσαν να τα πατήσουν. Οι Εβραίοι, αυτοί δεν ήξεραν πού να πάνε. Οι πιο τυχεροί τρύπωναν σε μια μισάνοιχτη πόρτα ή σ’ ένα σωρό κοφίνια στοιβαγμένα έξω από καμιά αποθήκη. Κάποιοι άλλοι που ξεμπούκαραν στο λιμάνι, χώθηκαν στην αυλή του λιμεναρχείου κι έσυραν πίσω τους τις βαριές, σκουριασμένες καγκελόπορτες. Μα οι περισσότεροι οπισθοχώρησαν κατά τη θάλασσα, χωρίς ελπίδα σωτηρίας, με τους πανηγύρι. Το λουρί του βούρδουλά του έσταζε αίμα έτσι καθώς αυλάκωνε ράχες, μπράτσα, που υψώνονταν για προστασία, μέτωπα σκυμμένα. Μερικοί ξετρελαμένοι από το φόβο, γύρεψαν καταφύγιο στις φελούκες των Ελλήνων. Μα αυτοί, σίγουροι τώρα για την τύχη τους κι αδιάφοροι στις ικεσίες των Εβραίων, τους άρπαξαν και τους πέταξαν στη θάλασσα.
Ήταν θαύμα που πνίγηκε μόνο ένας, γιατί ήταν δεκάδες αυτοί που ρίχτηκαν από μόνοι τους στο νερό για να γλιτώσουν τις βουρδουλιές. Ο Ελιάκι, που γνώριζε κάθε καλντερίμι και τα σοκάκια της πόλης του, είχε ακολουθήσει τους Τούρκους από κάποια απόσταση. Πράσινος από τη λύσσα του, είχε σταθεί μάρτυρας σε κάθε σκηνή αυτής της ανήκουστης θηριωδίας. Ένας ζαπτιές είχε αναποδογυρίσει με μια κλοτσιά ένα μαγκάλι πάνω στα μπούτια μιας γριάς που πουλούσε μια βουρδουλιά καθώς έπαιζε ανύποπτο στο κατώφλι του. Κι ήταν κι εκείνος ο Βούλγαρος χαμάλης, σκαρφαλωμένος σ’ ένα παλάγκο, που τον είχαν γκρεμοτσακίσει μ’ ένα γάντζο κι έσπασε τα πόδια του πέφτοντας στο πλακόστρωτο της προκυμαίας…
Παρά τη μανία του, ο Ελιάκι κρατούσε την ψυχραιμία του. Θα ήταν βλακεία να ριχτεί στον Μουσάντ όσο ήταν τριγυρισμένος από την ομάδα του και διπλωνόταν στα δυο από τα γέλια βλέποντας τους Εβραίους να θαλασσοπνίγονται στα λιγδιασμένα νερά του λιμανιού. Θα περίμενε την κατάλληλη στιγμή. Και η ευκαιρία παρουσιάστηκε καθώς οι ζαπτιέδες χασομερούσαν χυδαιολογώντας σε βάρος των θυμάτων τους. Ένα αγόρι, κρυμμένο πίσω από ένα βαρέλι ρετσίνα, βγήκε για κακή του τύχη από την κρυψώνα του. Ο Μουσάντ το είδε. Ο Αιμοβόρος δεν είχε χορτάσει ακόμα. Ξέκοψε από την ομάδα του και κυνήγησε το του κρυβόταν ο Ελιάκι. Η καρδιά του Εβραίου έπιασε να χτυπάει πιο δυνατά στο στήθος του. Το χέρι του έσφιξε σπασμωδικά τη λαβή του μαχαιριού κάτω από την μπλούζα του. Έβγαλε το όπλο από τη ζώνη του και δοκίμασε την κόψη της λάμας στον αντίχειρά του. Ένα αχνό χαμόγελο φώτισε φευγαλέα το αδύνατο, σκληρό πρόσωπό του. ‘Ελα, λοχία Μουσάντ, έλα να εισπράξεις τα χρέη σου: Θα τα πληρώσεις με το αίμα σου! Θα πληρώσεις για τον Μοζέ, για τη γριά που πουλούσε λουκουμάδες και την έκαφε η χόβολη, για το μαστιγωμένο παιδάκι, για το Βούλγαρο που τσακίστηκε από το παλάγκο, για τις πληγές του Μεναχέμ Μοενίμ, που μαρτύρησε στο κελί του, στο Κανλί-Κουλά… Πολύ αίμα χύσατε εσύ κι οι άνθρωποί σου. Δε θα σου μείνει στάλα, όταν Ελιάκι.
Ήταν ένα χαμίνι καμιά δεκαριά χρονών, ένα χαριτωμένο ελληνόπουλο από την Καλαμαριά, προφανώς, αυτή τη συνοικία που άρχιζε να ευημερεί, γιατί ήταν πολύ πιο καλοντυμένο από τα περισσότερα πιτσιρίκια που τριγύριζαν στο λιμάνι. Ο Ελιάκι πρόσεξε πως η έκφρασή του ήταν ανήσυχη. Όχι όμως τρομοκρατημένη… Αγνοούσε τάχα με ποιον είχε να κάνει;… Ωστόσο όλη η πόλη γνώριζε το λοχία Μουσάντ και το παιδί θα είχε δει, από την κρυψώνα του, τα κατορθώματά του! Ο Ελιάκι το άφησε να προσπεράσει και περίμενε τον Μουσάντ, που δεν άργησε να φανεί. Κοντοστάθηκε στο κατώφλι της αποθήκης τόσο όσο χρειαζόταν για να προσαρμοστεί η όρασή του στο όρμησε καταπάνω της μ’ ένα σκληρό γέλιο. Ο Ελιάκι ρίχτηκε πάνω του μ’ ένα σάλτο. Ακούγοντας τα βήματά του στο χωματένιο δάπεδο, ο Μουσάντ είχε μισοστραφεί. Η λάμα του Ελιάκι γλίστρησε στην ωμοπλάτη του ξεσκίζοντας του το δέρμα. Μ’ ένα απότομο τίναγμα του μπράτσου, ο Τούρκος πέταξε τον Εβραίο πάνω σ’ ένα σωρό από τσουβάλια. Ανέμιζε κιόλας το μαστίγιό του.
Ο Ελιάκι μόλις που πρόλαβε ν’ ανασηκωθεί και να βουτήξει μέσα στα πόδια του. Το λουρί έκανε μια κλάκα στον αέρα κι έσκισε το αυτί του Εβραίου. Τη στιγμή που οι δυο άντρες κυλιόνταν στη γη, η λάμα του μαχαιριού βυθίστηκε στο βουβώνα κι ύστερα ανηφόρισε προς την κοιλιά του γίγαντα. Τη φωνή που έμπηξε, ο Ελιάκι δε θα την ξεχνούσε ποτέ. Ο Μουσάντ ήξερε πως είναι χαμένος κι η κραυγή του δήλωνε ταυτόχρονα τον πόνο, τη λύσσα και την κατάπληξή του μπροστά στο θάνατο. Είχε του. Ήταν πολύ ψηλός, πολύ βαρύς, πολύ δυνατός για να πεθάνει προτού περάσει τουλάχιστον ένας αιώνας και να που τώρα, ένας αχαμνούλης με μάτια που έλαμπαν από μίσος, ένας κουρελής, ένας συφοριασμένος Εβραίος, τον ξέσκιζε σαν σαρδέλα! Ο λοχίας Μουσάντ μάζεψε τις τελευταίες του δυνάμεις κι η πελώρια γροθιά του, που έσφιγγε ακόμα τη λαβή του βούρδουλα, έπεσε για στερνή φορά σ’ ανθρώπινο πρόσωπο. Όταν σηκώθηκε ο Ελιάκι, το κτήνος δεν ανάσαινε πια. Σκούπισε το μαχαίρι του και σταμάτησε, όπως όπως, μ’ ένα κουρέλι που τράβηξε από ένα δέμα, το αίμα που έτρεχε από τη σπασμένη μύτη του. Ξαναγύρισε κοντά στο λοχία, γονάτισε και του ’φτύσε στα μούτρα το δόντι που είχε ξεριζωθεί από κεφάλι του. Πιότερο περίεργο παρά φοβισμένο, το χαμίνι στεκόταν δυο βήματα πιο πέρα. Ο Ελιάκι κούνησε το κεφάλι. —Εδώ είσαι ακόμα; —Η πίσω πόρτα είναι κλειδωμένη. Υπάρχει ένα παράθυρο, μα μου πέφτει πολύ ψηλά. Σ’ ευχαριστώ! Χωρίς εσένα…
έπεσε για στερνή φορά σ’ ανθρώπινο πρόσωπο. Όταν σηκώθηκε ο Ελιάκι, το κτήνος δεν ανάσαινε πια. Σκούπισε το μαχαίρι του και σταμάτησε, όπως όπως, μ’ ένα κουρέλι που τράβηξε από ένα δέμα, το αίμα που έτρεχε από τη σπασμένη μύτη του. Ξαναγύρισε κοντά στο λοχία, γονάτισε και του ’φτύσε στα μούτρα το δόντι που είχε ξεριζωθεί από κεφάλι του. Πιότερο περίεργο παρά φοβισμένο, το χαμίνι στεκόταν δυο βήματα πιο πέρα.
Ο Ελιάκι κούνησε το κεφάλι.
—Εδώ είσαι ακόμα;
—Η πίσω πόρτα είναι κλειδωμένη. Υπάρχει ένα παράθυρο, μα μου πέφτει πολύ ψηλά. Σ’ ευχαριστώ! Χωρίς εσένα…
—Δεν το ’κανα για σένα… Ο Ελιάκι έκοψε τη φράση του κι ύψωσε τους ώμους.
—Πάμε να φύγουμε! συνέχισε. Οι άλλοι θα προσέξουν την απουσία του.
—Περίμενε!
—’Τι; Ο μικρός έσκυψε πάνω στον Μουσάντ, άνοιξε τη θήκη που ήταν στερεωμένη στη ζώνη του κι έβγαλε το βαρύ, υπηρεσιακό περίστροφο του λοχία.
—Θα το χρειαστείς, έτσι δεν είναι; Ο Ελιάκι δίστασε.
—Δε θα ξέρω να το χρησιμοποιήσω, είπε βολής. Πρέπει να το οπλίζεις κάθε φορά.
—Πώς τα ξέρεις όλ’ αυτά;
—Μ* ενδιαφέρουν! Ξέρω αρκετά…
—Καλά, θα δούμε αργότερα! Δείξε μου τώρα εκείνο το παράθυρο. Αλήθεια, πώς σε λένε;
—Βασίλη Αποστολίδη. Κι εσένα;
Ο Ελιάκι δίσταζε ν’ αποκαλύψει την ταυτότητά του στο παιδί. Αλλά μόλις θ’ ανακάλυπταν το πτώμα του λοχία, η αστυνομία θ’ άρχιζε έρευνα και, μοιραία, κάποιος θα βρισκόταν ν’ αναφέρει πως ο Ελιάκι Μοενίμ είχε δηλώσει την πρόθεσή του να εκδικηθεί τον αδερφό του. Δε θα ήταν πια παρά ένας καταζητούμενος.
—Ελιάκι Μοενίμ, είπε μονορούφι.
ΜΠΕΡΝΑΡ ΛΕΝΤΕΡΙΚ