Ακούω πολύ συχνά από τους φίλους μου να παραπονιούνται ότι οι γυναίκες έχουν γίνει λυσσάρες.
Τους ξενερώνει απίστευτα το στυλάκι που έχουν αποκτήσει, να την πέφτουν σαν να ήταν άντρες.
Τους βολεύει βέβαια γιατί κάνει εύκολο το σεξ, αλλά κατά βάθος δεν το χαίρονται καθόλου, μια και τους στερεί τη χαρά της κατάκτησης.
Παράδειγμα, ένας από αυτούς μου εξομολογήθηκε ότι μια κοπέλα με την οποία είχαν φιλική επικοινωνία χωρίς εμφανή σημάδια ερωτικής επιθυμίας μεταξύ τους, ξαφνικά του έκανε πρόσκληση να συμμετέχει σε ερωτικό τρίο με αυτή και μια φίλη της.
Αρνήθηκε, καθώς δεν είχε την περιέργεια να ζήσει μια τέτοια εμπειρία, το είχε ήδη κάνει και πλέον δεν ήταν προκλητικό για να υποκύψει στην πρόταση.
Εντέλει, θεώρησε εντελώς αψυχολόγητη την κίνηση της κοπέλας και δεν του προκάλεσε κανένα ενδιαφέρον.
Πιο παλιά μπορεί και να έλεγε ναι, αλλά αυτό που θα τον έλκυε ήταν η ίδια η φάση και όχι η κοπέλα που του έκανε την πρόσκληση.
Κάποιος άλλος φίλος μου περιέγραψε ότι σε μια σεξουαλική του εμπειρία με γυναίκα μεγαλύτερη σε ηλικία από αυτόν, τον χρησιμοποίησε κανονικά για τη δική της απόλαυση και αφού ολοκλήρωσε η ίδια, του γύρισε την πλάτη για να κοιμηθεί, αφήνοντάς τον στα κρύα του λουτρού.
Εκείνη τη στιγμή θύμωσε, αλλά την επόμενη μέρα εξαφανίστηκε οριστικά από τη ζωή της, παρά τα παρακάλια και τις μετάνοιες της για την εγωιστική συμπεριφορά που του έδειξε.
Δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναπάει μαζί της.
Ο τρόπος της ήταν τελείως αντρικός σύμφωνα με τα λόγια του και δεν μπορούσε να την ξαναδεί ως γυναίκα.
Η μία όψη του νομίσματος είναι αυτή.
Γυναίκες που διεκδικούν τη σεξουαλική τους απόλαυση με ένα τρόπο άμεσο, κατακτητικό, ενίοτε εγωιστικό και που θυμίζει αντρική συμπεριφορά.
Οι επαφές που γίνονται με τέτοιο τρόπο μπορεί να είναι έντονες και ενδεχομένως ανταγωνιστικές, δύσκολα όμως βλέπεις να έχουν διάρκεια.
Η άλλη όψη του νομίσματος είναι οι γυναίκες που δεν παίρνουν καμία πρωτοβουλία στο σεξ, σχεδόν αδιαφορούν γι’ αυτό.
Παγιδευμένες στις ανασφάλειες, τις απογοητεύσεις και τις αναστολές τους, έχουν απωθήσει την ανάγκη για σεξ και στρέφουν το ενδιαφέρον στη δουλειά τους, στα παιδιά ή και στη φαντασία τους ότι κάποια στιγμή, κάποτε, θα βρουν τον ιδανικό σύντροφο – εραστή που θα ξυπνήσει ξανά τον πόθο μέσα τους.
Πολλές από αυτές τις γυναίκες βρίσκονται σε μακροχρόνιες σχέσεις ή και σε σχέσεις γάμου και πλήρως αφοσιωμένες, έχουν κάνει τη σχέση κέντρο της ύπαρξής τους.
Στο βωμό της σχέσης θυσίασαν τη σεξουαλικότητά τους, περιόρισαν τις υπόλοιπες δραστηριότητές τους, γίνανε οι γυναίκες του «ναι» με αποτέλεσμα να θεωρηθούν «σιγουράκια».
Παρότι μπορεί να είναι πανέμορφες και λογικά, επιθυμητές, φαίνεται να μην είναι εξίσου ποθητές από τους συντρόφους τους.
Αντίθετα, γίνονται θύματα απιστίας και συχνά υποφέρουν από κατάθλιψη.
Αν ρωτήσετε εμένα, «λυσσάρα» δεν μπορώ να είμαι από φύση και «σιγουράκι» αρνούμαι να γίνω από θέση.
Η πρώτη περίπτωση μου φαντάζει σαν εκδίκηση «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» σε συμπεριφορές αρσενικών που τις έχουν πληγώσει, δηλαδή «παίρνω το πάνω χέρι» και η δεύτερη σαν παραίτηση από τη διεκδίκηση ξανά του άντρα που κάποτε ερωτεύτηκαν και μια μικρή τιμωρία προς το σύντροφο που δεν δείχνει την ίδια επιθυμία πια γι’ αυτές.
Όποια όψη κι αν δούμε, δεν πρέπει να ξεχνάμε το ίδιο το νόμισμα που είναι ο πόθος, αυτό το συναίσθημα που μας ωθεί στο να έρθουμε κοντά, που ξυπνάει τη σεξουαλική επιθυμία.
Για να γεννηθεί και να διατηρηθεί όμως, χρειάζεται το κατάλληλο περιβάλλον και συνθήκες.
Ο Φρόιντ είπε χαρακτηριστικά για τη σεξουαλική ζωή των αντρών : “Εκεί που αγαπούν δεν ποθούν και εκεί που ποθούν δεν μπορούν να αγαπήσουν”.
Μπορεί όμως να δημιουργηθεί σχέση που να συνδυάζει πόθο και αγάπη ανάμεσα στα δύο φύλα, άσχετα με το τι είπε ο Φρόιντ;
Κατά τη γνώμη μου ναι, μπορεί, αν το κάθε φύλο σεβαστεί τη φύση και τις ανάγκες του, αν αποκοπεί από τις προσδοκίες που επιβάλλονται από τον κοινωνικό περίγυρο και τους διάφορους ρόλους που έχει επωμιστεί και κυρίως, αν αφήσει να υπάρξει μια κάποια απόσταση.
Μια απόσταση τέτοια, που δεν θα αναιρεί την αγάπη και τη συνύπαρξη, αλλά που θα επιτρέπει να γεννιέται ο πόθος.
Ξανά και ξανά.