Κάθομαι μόνος στον καναπέ και κοιτάω την θέση της. Εκεί που τόσες ώρες περάσαμε αγκαλιά. Την χάιδευα αρκετά; Της μίλαγα όσες ώρες ήθελε; Δεν ξέρω και δεν θα μάθω τώρα πια ποτέ. Ακόμα πονάω πολύ. Αλλά θα κάνω μια αναδρομή για να μην την πατήσεις κι εσύ φίλε αναγνώστη και την χάσεις για πάντα.
- Μια μέρα γύρισε χτενισμένη διαφορετικά. Ανεπαίσθητη διαφορά. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή κι εγώ βούρτσιζα τα μαλλιά της πιο πολύ, ήταν η “δικιά μας” ώρα. Τώρα το καλοκαίρι μου ξέφυγε η κατάσταση, φταίω, φταίω, το ομολογώ. Όταν την κοίταξα λίγο παραπάνω στο χτένισμα, μου τρίφτηκε και τα ανακάτεψε πάλι, οπότε δεν ήμουν σίγουρος. “Θα μου φάνηκε”, σκέφτηκα και το ξέχασα.
- Αυτό στον λαιμό της, το καινούργιο, δεν του έδωσα σημασία. Θα το βρήκε κάπου, φτηνάντζα φαίνεται, σε γαριδάκια ή στον δρόμο ίσως. Εγώ της πήρα αυτό που φοράει συνήθως και αν παλιώσει πάντα το αλλάζω, μπορεί και μια φορά το εξάμηνο, έτσι όπως πρέπει.
- Δεν πεινούσε. Νόμιζα ότι απλά δεν της άρεσαν αυτά που έφερνα στο σπίτι, ίσως πρέπει να αλλάξω μάρκες ή σουπερμάρκετ. Που να φανταστώ ότι έτρωγε αλλού όσο δεν ήμασταν μαζί. Δεν ήταν το πιάτο ούτε το φαγητό το πρόβλημα.
- Είχε μαζέψει τα πραγματάκια της και δεν το πρόσεξα. Ενώ είναι ακατάστατη και όλο μου κάνει μπάχαλο το σπίτι, ξαφνικά σε μια γωνία δίπλα στην πόρτα ήταν τα αγαπημένα της. Της έκανα γλύκες και φιλάκια ενώ η άτιμη ετοιμαζόταν απλά να την κοπανήσει την επόμενη μέρα!
- Τα μάτια της. Αχ, στα μάτια της φαινόταν πιο πολύ από όλα. Απλά εγώ δεν το είδα. Κρύα και απόμακρη η ματιά. Όταν διαστέλλονται οι κόρες δεν είναι από το φως, ούτε ετοιμάζεται να χυμήξει σε κάποιο ποντίκι. Στα μάτια της γάτας μου φαινόταν ότι θα με παρατήσει κι εγώ ο ηλίθιος δεν είχα καταλάβει τίποτα.