Πέρασα τα περσινά Χριστούγεννα μες την άρνηση. Ήταν πολύ πρόσφατο στο μυαλό μου και δεν ήθελα να το δεχτώ, δεν ήμουν έτοιμη ακόμη. Η άρνηση αποδοχής του θανάτου του πατέρα μου με προστάτεψε από βαθιά λύπη. Πώς να λυπηθώ για κάτι που δεν δεχόμουν ενδόμυχα; Η ψευδαίσθηση της απουσίας του ταίριαζε απόλυτα με την δική μου φυγή. Δεν ήταν αυτός που έφυγε αλλά εγώ, έλεγα στην ουσία. Και παραδόθηκα με όλες μου τις δυνάμεις στην νέα μου ζωή στην Αγγλία.
Πέρασε ένας χρόνος έτσι. Κανένας θρήνος. Μόνο ένα μούδιασμα και αναμνήσεις. Και μια αίσθηση ότι πρέπει να καθίσω να του γράψω, να έχει νέα μου.
Φέτος τα Χριστούγεννα ακουσίως προχώρησα στο στάδιο του θυμού. Φταίω εγώ που…. Ίσως αν έκανα αυτό…. Αμ, δεν μ’ακουγες… Ως αποτέλεσμα, κατέληξα να νοσηλεύομαι στο νοσοκομείο ανήμερα τους θανάτου του. Η διάγνωση; Είχα μια μινι-version της αρρώστιας που τον έστειλε. Μα τι θέλεις επιτέλους; Να πεθάνεις; Μάταια ρωτούσα τον εαυτό μου.
Δεν μπορεί, κάποιος παίζει ένα άσχημο αστείο εις βάρος μου. Πού είναι η αυλαία; Πότε θα δοθούν τα λουλούδια στην πρωταγωνίστρια; Και δώστου θυμό, και δώστου μούτρα.
Οι νοσοκόμες με αγριοκοίταζαν. Έδινα μόνολεκτικές απαντήσεις, αν απαντούσα καθόλου. Έδιωχνα την καλοσύνη και την ευγένεια για να μην πονάω πιο πολύ. Γιατί δεν άντεχα να κλάψω. Ο θυμός ήταν πιο εύκολος. Η αδρεναλίνη κι η κορτιζόλη του θυμού μ’έκαναν να αισθάνομαι ζωντανή κι ας κοιτόμουν ακίνητη σ΄ένα κρεβάτι νοσοκομείου.
Και τότε, άρχισε το παζάρι. Ίσως αν αντάλλασσα την απώλεια της όρασης με την πνευμονική σου εμβολή; Ίσως τότε να ήσουν ακόμα εδώ. Είχα περάσει στο στάδιο του παζαρέματος. Ναι, παζάρι, φίλε μου. Γιατί όχι η ζωή μου για την δική του;
Όχι. Ο Άγγελος του Θανάτου μίλησε. Δεν παζαρεύονται αυτά τα πράγματα. Λυπάμαι.
Μα, γιατί; Ρώτησα. Δεν είναι δίκαιο; Αν σου δώσω τη ζωή μου για την ζωή του;
Καλή μου, άκου με. Δεν έχει να κάνει με το Δίκαιο. Ή το Άδικο. Το νήμα της ζωής του έφτασε στο τέλος του. Το παζάρι έγινε πολύ καιρό πριν. Πριν την γέννησή του. Ο ίδιος το γνωρίζει. Το ξαναθυμήθηκε τα τελευταία του Χριστούγεννα, γι’αυτό ήθελε να τα περάσει μαζί σας υγιής.
Μα…
Ξέρω. Πονάει. Σας θαυμάζω εσάς τους Ανθρώπους. Πώς αντέχετε τόσο πόνο. Αλλά θα περάσει. Όλα περνούν με το μελιστάλαχτο Χρόνο. Σταμάτα τα παζάρια. Δεν είναι η ώρα σου. Έχεις ακόμα πολύ δρόμο μπροστά σου.
Κι έφυγε. Oι τεράστιες μωβ φτερούγες του πετάρησαν στο κενό της σκέψης και της καρδιάς μου.
Καμία ελεημοσύνη. Βούλιαξα στο κρεβάτι του νοσοκομείου κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο την παιδική χαρά ερημωμένη. Ήταν ακόμα νωρίς.
Γάμα τα όλα. Εδώ θα κάτσω όσο με παίρνει. Είχα περάσει στο στάδιο της κατάθλιψης.
Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης.
Τι νόημα έχει λοιπόν να προσπαθώ καν; Κουράστηκα. Σταματείστε τη γη να κατέβω.
Η παραμικρή προσπάθεια με πεθαίνει. Είσαι σίγουρος γιατρέ, ότι δεν πεθαίνω; Ξέρετε, χρειαζόμαστε το κρεβάτι. Σας στέλνω σπίτι αύριο το πρωί. Μα…
Γύρισα σπίτι με μια αίσθηση σαν μετά από διακοπές. Ελαφριά και ελπιδοφόρα αν και κομμάτια από την κούραση, σωματική και ψυχική.
Αυτή η κατάθλιψη είναι παροδική, δεν είναι κλινική. Έχω στιγμές αναλαμπής, γι’αυτό μπερδεύονται όλοι. Κοίτα πώς χαμογελά όταν είναι στο ποδήλατο! Στην παμπ προχτές μου φάνηκε ξανά ο εαυτός της.
Κάποια στιγμή, διαβάζω, θα περάσω στην αποδοχή.
Η μόνη «αποδοχή» που γνώρισα μέχρι τώρα ήταν η άρνηση, ο θυμός, το παζάρεμα, η κατάθλιψη.
Είμαι περίεργη πώς είναι η Αποδοχή. Με τι μοιάζει. Ακούγεται λίγο σαν την Ειρήνη, την Παγκόσμια Ειρήνη. Αυτήν που όλοι ευχόμαστε αλλά μερικοί βιώνουν μόνο στον αντίποδά της, τον πόλεμο. Ας είναι. Σημασία έχει να την γνωρίσω επιτέλους.
Αφιερωμένο σε όσους πενθούν τον χαμό ενός δικού τους ανθρώπου.