“Θες να σου πω για παιδιά, εξοχικό, διακοπές και τέτοια;”
Για να λήξει μια σχέση, έστω και μετά από μόλις δύο απρόσμενα πηδήματα σε ένα άδειο σπίτι, πρέπει να πειστείς ότι υπάρχουν κάπου υπέροχες άλλες παραλίες και μετά στα τυφλά να ξαναμπείς στη θάλασσα. Αυτή συνέχισε ακριβώς έτσι.
“Εννοώ αν χρειάζεσαι τέτοια φούμαρα.”
-Όχι, εγώ παίζω με τη φωτιά, δεν ασχολούμαι με τις στάχτες.
Χαμογέλασε με τα μάτια της. Εγώ χαμογέλασα με την εξυπνάδα που πέταξα. Αυτή συνέχισε όμως:
“Ποτέ δεν ξέρεις τι είσαι, μόνο αυτό που ήσουν χθες, προχθές, κάποτε. Και τα αστέρια που πέφτουν με ευχές και τα νομίσματα που ρίχνουμε σε μαγικά πηγάδια λαμπυρίζουν όλα παιχνιδιάρικα.”
-Πάντα έτσι ήσουν; Ή παίζει ποιητική διάθεση σήμερα για να με εντυπωσιάσεις;
“Κανείς δεν διαλέγει να γίνει έτσι. Ήταν η πέμπτη σοβαρή σχέση στη ζωή μου κι όταν με άφησε ήθελα να αυτοκτονήσω αλλά δεν το έκανα βέβαια. Πέμπτη σχέση αλλά πρώτος έρωτας τώρα που το βλέπω αντικειμενικά. Με γαλήνευε όταν όλο μου το σώμα ήταν χειροβομβίδα απασφαλισμένη. Είπα στην συγκάτοικό μου να κρύψει τα μαχαίρια γιατί ήθελα να χαράξω το όνομά του στους τοίχους, στα έπιπλα, στο σώμα μου και στο νερό της μπανιέρας, στο μπάνιο που δεν πλενόμουν καν. Με κρύο νερό, δεν ήθελα ζέστη, μου τον θύμιζε. Έκαψα τα ρούχα του. Δύσκολα καίγονται τα άτιμα κι ακόμα πιο δύσκολο να ερωτευτείς έναν άγνωστο. Τραβούσα μαλακίες δημοσίως μπας και με κάνουν τσακωτή, ήθελα να νιώσω ευάλωτη. Ήθελα να με πάρει ο ύπνος χωρίς αυτόν αγκαλιά, τα έκανα όλα ανάποδα. Κλειστά παράθυρα, αυτός τα ήθελε πάντα ανοιχτά. Ανοιχτό ραδιόφωνο, αυτός ήθελε ησυχία. Αλλά στο ραδιόφωνο μου φάνηκε ότι τον άκουσα, στην βροχή μου φάνηκε τον άκουσα και ησυχία δεν τολμούσα να αφήσω, ούτε λίγο. Όταν ήμουν μόνη δεν ήθελα να κάνω οτιδήποτε κάναμε μαζί. Οπότε δεν έκανα τίποτα απολύτως. Μόνο θαύμαζα πως Αυτός, ο υπομονετικός κηπουρός μου, ο μάγος των ονείρων μου, αυτός που άναβε τα αρωματικά κεριά και μου έβαζε φωτιά στην ψυχή, που με έκανε μια γυναίκα που μπορούσε τα πάντα μετά με έκανε να θέλω να αφήσω τον κόσμο αυτόν γιατί τον είχα δει αλλιώς μαζί του. Ξεθωριασμένα σα παλιές φωτογραφίες στον ήλιο, η τέλεια ζωή εξατμίζεται μπροστά στα μάτια σου με τα χρώματά τους.
Για μήνες και χρόνια, κάθε φορά που πετύχαινα σχόλιό του στο Facebook σε αναρτήσεις κοινών γνωστών με έπιανε σφίξιμο στο στομάχι. Αν τον έβλεπα από κοντά, αυτά τα φιλικά φιλιά με διέλυαν. Ήθελα να τον αρπάξω και να τον σκίσω βέβαια ακόμα. Ήμουν σα γέρικο σκυλί που δεν αντέχεις να θανατώσεις αν και θα έπρεπε σε τέτοια σχέση. Αλλά κανείς δεν με τελείωνε να ησυχάσω. Τα έλεγα στον εαυτό μου. Καμιά φορά μου το θύμιζε κι αυτός. “Καλύτερα έτσι, αφού δεν μπορούμε να είμαστε μαζί” αλλά πίσω από το μετρημένο χαμόγελο τσίριζα “ΜΠΟΡΟΥΜΕ, ΜΠΟΡΟΥΜΕ!” Δεν το είπα ποτέ. Για αυτόν. Γιατί το ζήτησε. Γιατί είχε γεμίσει κάτι μέσα μου που είναι ακόμα γεμάτο ακόμα και χωρίς αυτόν.
Ευτυχώς όλος ο μονόλογός της έγινε χωρίς να αλλάξουμε στάση. Αν δεν ακουμπούσε τόσο πολύ δέρμα μας να επικοινωνούμε ταυτόχρονα από εκεί, ίσως την παρεξηγούσα. Δεν με ενοχλεί αν κάποιος άλλος είναι σα ρολόι που χτυπάει μέσα της ακόμα. Μου αρκεί που ένιωσα τον χτύπο της καρδιάς της πάνω στο στήθος μου, που την κράτησα πραγματικά για λίγο πριν μπει η γυναίκα μέσα της στο τζιν που μάζεψε από το πάτωμα. Ελάχιστες γυναίκες ξέρουν να φοράνε τζιν. Πόσο μάλλον στην ηλικία της. Μερικοί έρωτες είναι μια ατέλειωτη κλάψα και το τζιν όταν βρέχεται μπαίνει, δεν σε χωράει πια, σε σφίγγει ώσπου μια μέρα αποφασίζεις ότι δεν θες να το φοράς πια.
-Δηλαδή τον έχεις ξεπεράσει. Από ευγένεια δεν το έθεσα ως ερώτηση. Σήκωσε τη ματιά της από το ρούχο που κούμπωνε και με κοίταξε σοβαρά.
“Ναι βέβαια. Εδώ και καιρό. Μόνο αυτά μου έμειναν σουβενίρ.” Σήκωσε τα σκουλαρίκια, τα κοίταξε λίγο στην ανοιχτή της παλάμη και τα έβαλε στην τσέπη.
Όταν είσαι νέος δεν πιστεύεις στη μαγεία. Μέχρι που ερωτεύεσαι. Κι όσο μεγαλώνω, τόσο πιο μαγικά μου φαίνονται όλα.
Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης γράφει πολλές τέτοιες ασυναρτησίες, αλλά στην προκειμένη είναι μέρος δεύτερο , συνέχεια αυτού εδώ. Εκεί έγινε το σεξ αλλά μην περιμένετε περιγραφές Άρλεκιν, δεν πήρε οχτώ Πούλιτζερ και τρία Νομπέλ για πλάκα. Για να ακριβολογούμε, δεν τα πήρε καθόλου.