Δεν το είδα πρώτος το μήνυμα. Το είχε στείλει – δημοκρατικότατα – σε όλους μαζί. Αλλά είχα αφήσει κάπου το τηλέφωνο και έτσι το άκουσα από τον αδελφό μου.
Αντέδρασα όπως κάνουμε σχεδόν πάντα στην οικογένειά μου. Συνέχισα τις δουλειές μου. Αλλά κάπου ανάμεσα στις κάλτσες του γιου μου που μάζευα κοντά στην τσάντα του για να τα κάνει αργότερα μόνος του και την σκηνή που δεν χώραγε καλά στην θήκη της παρατήρησα ότι έτρεχε η μύτη μου. Είχα βουρκώσει.
Επέμεινα μηχανικά στο συμμάζεμα παρά τα ζουμιά. Είναι ανόητοι όσοι κολλάνε σε τεχνολογικά θέματα. Είτε το είχα δει σε τηλεγράφημα, με ταχυδρομικό περιστέρι ή με σήματα καπνού η χαρά μου θα ήταν ίδια: