Ακολουθεί κείμενο αφιερωμένο για εσάς που πάτε τώρα και ξεκινάτε γυμναστήριο, εγώ το τελείωσα εδώ και χρόνια.
Έχω φτάσει μια χαρά την ηλικία των 35…χμ…καλά ντε, των 38…οκ. των τριανταδώδεκα και από τα πράγματα που έβαλα στη ρουτίνα μου, είναι να πηγαίνω στο γυμναστήριο.
Όταν λοιπόν πρωτοξεκίνησα, είχα σκοπό να αποκτήσω το κτιστό σώμα, το τουμπανέϊρος, αλλά με τους κάθε λογής πειρασμούς, συνεχώς υπογράφω μνημόνια και τόσο καιρό ελπίζω πως το επόμενο καλοκαίρι δεν θα ρουφιέμαι όταν βγαίνω φωτογραφίες στην παραλία.
Τους κοιλιακούς καλοριφέρ πάντως, τους έκανα αντσέκ.
Όχι πως έχω παράπονο, που και λεβεντόγερο όπως με λέει η αδελφή να με δεις, τις επιτυχίες μου τις έχω.
Ένα έτσι να κάνω, με την πέμπτη προσπάθεια το πολύ, όλο και κάτι τσιμπάει.
Βέβαια, είναι κι ο ιδρώτας, η άσκηση που συνεισφέρουν στην παρουσίαση του επιτυχημένου δείγματος που εκπροσωπώ.
Και τη γιόγκα μου κάνω, από πιλάτες είμαι εντάξει, τα βάρη μου τα σηκώνω κι από κάτι ιμάντες στο ταβάνι κρεμιέμαι σαν πλαφονιέρα. Αν μάλιστα στο τιμόνι του ποδηλάτου υπήρχε ένα τασάκι θα ήμουν κομπλέ.
Παλιά έκανα Aerobic, Tae-Bo, Spinnng και χι-ψι διάφορα προγράμματα, αφού αν με αφήσεις μόνο μου είμαι RG-Burtzi & Lulas.
Εκεί λοιπόν στην αίθουσα στεκόμαστε οι αθλούμενοι μαζί με τη γυμνάστρια, που όλα τα καλά της έδωσε ο Θεούλης.
Κορμάκι γλυπτό, πρόσωπο ζωγραφιά και χαρακτήρα ντομινατρίξ έτσι και ξεκινήσει να δίνει παραγγέλματα: και ένα και δυο και κάτω!
Στάσου κούκλα μου, ώπα.
Πού να προλάβω να κατεδαφιστώ από το 1,87;
Το ίδιο είμαι εγώ με την παρακείμενη κοντή;
Και τα πακέτα τα τσιγάρα, πού να τα φτύσω;
Ενα, δύο, πέντε. Ε, ναι, κλέβω!
Με έχεις ξεχάσει με τα χέρια στην έκταση και περιμένω να κάτσουν τα χελιδόνια όταν επιστρέψουν από τας φωλίτσας των στην Αφρική.
Βαρέθηκα να κάνω την απλώστρα. ‘Ασε με να τελειώσω τους κοιλιακούς με την ησυχία μου, π.χ. όταν θα τελειώσουν τα μνημόνια.
Αν είναι να μετράμε σωστά, που αναλόγως των βασανιστηρίων ο χρόνος μετράει διαφορετικά, πότε αργά και πότε σαν να σ’ έχει πιάσει αβάσταχτο κατούρημα και μια βολική γωνίτσα δεν υπάρχει σε απόσταση μιλίων.
Με πληγώνει η άκαρδη.
Τόσες παρατηρήσεις έχω να εισπράξω από τότε που πήγαινα Πανεπιστήμιο και λέγαμε ανέκδοτα με την παρέα στα ορεινά έδρανα.
Εξήγησέ μου, τι θα πει «Απλώνουμε το ποδαράκι» όταν μιλάς για το δικό μου σαρανταπεντάρι και φωνάζεις κιόλας;
Εκ πείρας πικρής, προετοιμάζομαι ψυχολογικά μόλις πιάσουν τα πρωτοβρόχια με τα υποκοριστικά, «η μπαλίτσα, τα χεράκια, τα λαστιχάκια».
Πού να το πω αυτό με τα κωλολαστιχάκια; Δεν πάμε καλά…
Ευτυχώς που κάνει μια υποχώρηση η αφέντρα και μού επιτρέπει να κάνω τις ασκήσεις χωρίς τα βρακολάστιχα, αλλά την ειρωνεία την πετάει:
«Πάλι το διαφανές πήρες;».
Εν τω μεταξύ, είναι και άλλοι που βογκάνε γύρω-γύρω, σαν να είμαστε σε παρτούζα από την ανάποδη.
Μία και μόνο μία, να ξεκωλιάζει είκοσι, εν ψυχρώ.
Και να ρωτάει από ενδιαφέρον «Πονάμε;».
Τι να σου πω τώρα δηλαδή, ότι ναι, πονάμε και σε σημεία του σώματος που δεν φανταζόμασταν πως υπάρχουν, μέσα και τα ματοτσίνορα;
Επόμενη άσκηση με τα πόδια στον ουρανό, τεντωμένα.
Εκτός ρυθμού, μια παραπονιάρικη, μακρόσυρτη κλανιά.
Οι πάντες αξιοπρεπείς, δεν γελάει κανείς.
Διπλωνόμαστε, ξεδιπλωνόμαστε σαν καναπές-κρεβάτι, όταν αμέσως μετά ακολουθεί μια δεύτερη πορδίτσα πολύ σύντομη, σαν τελεία.
Λήξη συναγερμού.
«Έλα τώρα όρθιοι, επί τόπου τροχάδην!».
Αλλά εγώ τότε δένω κάνα κορδόνι, μαζεύω τα κοντοβράκια μου ή παρατηρώ τα βυζιά της παραδίπλα μέσα από τον καθρέφτη, που σύντομα αποσυντονίζονται, κινούνται το καθένα αυτόνομα και έλα μόλις με πήρε πρέφα η αφέντρα!
Γαμώ το κι άλλη παρατήρηση.
Η ώρα μας ευτυχώς τελειώνει, ξεκολλάμε από τα πάτωμα τους νέους όπως τη μπριζόλα που άρπαξε στο τηγάνι και η μεγαλύτερη ηδονή έρχεται μισή ώρα αργότερα. Είναι η στιγμή που μετανιώνω που γράφτηκα στο γυμναστήριο. Που λέω να γραφτώ στο ζαχαροπλαστείο απέναντι.