Αυτό είναι ουσιαστικά το πρώτο μου καλοκαίρι στην Αμερική. Παρόλο που ημερολογιακά το περυσινό το πέρασα εδώ, ήτανε τέτοια η βουτιά που έριξα που λόγω και κλειστής μύτης δεν πήρα ιδιαίτερη πρέφα από δαύτο. Εξάλλου, ήτανε όλα τόσο διαφορετικά που έμεινα μόνο στο να προσπαθώ να τα κατατάξω κάπου στο μυαλό μου.
Η πόλη του Σαν Φρανσίσκο αλλά και οι κοντινές περιοχές σε μία ακτίνα ίσης εμβέλειας, τόσο βόρεια όσο και νότιά της, κλιματικά χαρακτηρίζονται από το επαναλαμβανόμενο μοτίβο των τριών ημερών εξαιρετικής καλοκαιρίας με λιακάδες που είναι σαν να ανοίγει κυριολεκτικά μία τρύπα στον ουρανό από την οποία ανεξέλεγκτα ξεχύνεται ο άρχοντας- ήλιος, λιακάδες που μετατρέπονται μετά τις τρεις μέρες σταδιακά ή και απότομα σε χαμηλές διακριτικές συννεφιές οι οποίες συνήθως σέρνουν μαζί τους ένα πέπλο ομίχλης.
Η ομίχλη μοιάζει σαν ένα τσαλακωμένο σεντόνι που πέφτει πλαγιαστά στους γοφούς και τα πόδια ψηλόλιγνης, κοιμισμένης κοπέλας, της πόλης του Αγίου Φραγκίσκου. Λειτουργεί ως παραπέτο, την βλέπεις από μακριά, ουράνιο αργοκίνητο φίδι, και χωρίς να το καταλάβεις βρίσκεσαι μέσα της, έχοντας την αίσθηση ότι πετάς πάνω από τα σύννεφα, ιδιαίτερα δε αν τυχαίνει και περνάς με το αμάξι την γέφυρα Golden Gate. Με το που κατεβαίνεις από τη γέφυρα όλα επανέρχονται στην πρότερη κατάσταση- έχεις αφήσει την ομίχλη πίσω σου και ο καθαρός ουρανός σού κλείνει συνθηματικά το μάτι.
Όταν πρωτοσυναντάς το ιδιαίτερο αυτό μικροκλίμα κρυφά αγανακτείς. ‘Τι θα γίνει τώρα, έτσι θα το πάμε;’ ‘Καλοκαίρι είναι αυτό;’ Ναι, έτσι θα το πάμε και ναι, καλοκαίρι είναι αυτό και μάλιστα από τα πιο συναρπαστικά που μπορείς να βιώσεις.
Το αμερικάνικο (εντάξει, καλιφορνέζικο) καλοκαίρι τα έχει όλα: συγκλονιστικό χάραμα που προμηνύει άπνοια αλλά μετά ‘σου τη σκάει’ με Αυγουστιάτικο αεράκι, ζεστό μεσημέρι που κάνει τα ξύλα να αμολάνε τις ιδιαίτερες μυρωδιές τους και να διαστέλλονται με ένα χαρούμενο τρίξιμο, ήρεμο σούρουπο Αθηναϊκού τύπου με χρώματα ροζ και μοβ που αντιφεγγίζουν στην θάλασσα και τα βουνά και βράδυ λίαν δροσερό στο οποίο τα χοντρόκορμα δέντρα λικνίζουν νωχελικά τα κλαδιά τους ενώ το φεγγάρι σκαρφαλώνει σαν από κρυφή τροχαλία λευκό και μεγάλο στην άβυσσο του μαύρου ουρανού.
Το αμερικάνικο καλοκαίρι εκτός από απρόβλεπτο είναι και διδακτικό: με έμαθε να πηγαίνω ένα βήμα τη φορά – από το πρωί στο μεσημέρι και από το απόγευμα στο βράδυ. Άλλωστε πολλά πράγματα αλλάζουνε μέσα σε τόσες μόνο ώρες. Με έμαθε να αφήνομαι στο ‘τώρα’ και να απολαμβάνω τη στιγμή. Με έμαθε ότι τίποτα δεν μένει ίδιο και αυτό δεν πρέπει να το βλέπω σαν κάτι κακό, όπως μέχρι τώρα συνήθιζα να κάνω. Με έμαθε να αποδέχομαι τις άβολες αλλαγές όχι με παραίτηση ραστώνης αλλά με διάθεση προσαρμογής. Με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι όλοι μας είμαστε σαν το καλοκαίρι της δυτικής ακτής: πολύπλευροι και απρόβλεπτοι, κοινωνικοί και δυσπρόσιτοι, ευγενικοί και εριστικοί, με ηλιοφάνεια και ομίχλη.
Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορούμε να διατηρήσουμε τον ήλιο ψηλά για πάντα, κάτι θα στραβώσει, είτε ο ήλιος θα ξεθωριάσει τα χρώματά μας, είτε θα μας ρίξει στη μεγάλη χαύνωση που όλα γίνονται μηχανικά κι ακούραστα και σχεδόν με μαγικό τρόπο γερνάμε, ευτυχισμένοι που ζήσαμε στη μεγάλη λεκάνη, τη Μεσόγειο, χωρίς μια τρέσα ομίχλης να μας μαυρίζει έστω και παροδικά τον ορίζοντα.