Ήταν μια Κυριακή σαν όλες τις άλλες αυτού του καλοκαιριού στο Σύνταγμα. Μας έχει γίνει συνήθεια, όχι, εθισμός αυτή η συλλογικότητα. Φρέσκο πρωινό, δροσερό, ξύπνησα νωρίς και είπα να κατεβώ να πιάσω καλή θέση.
Σήμερα δεν υπήρχε κάτι ιδιαίτερο, ούτε ψήφισμα, ούτε ένταση. Χαιρέτισα τους νέους μου φίλους. Είναι φίλοι περίπου σαν τα παιδιά που ήταν μαζί μου στην βασική θητεία νομίζω. Αλλά μας ενώνει κάτι πιο σημαντικό.
Νομίζω.
Δεν έβλεπα μπάτσους πουθενά. Τα ΜΑΤ θα κρύβονται φαντάζομαι. Κάποια κλούβα;…τίποτα. Βαρέθηκα την συζήτηση, ήταν μια από τα ίδια όπως είναι καιρό τώρα και είπα να δω που ακριβώς έχουν αράξει οι δυνάμεις καταστολής.
Πέρασα την Βουλή κι έπιασα Βασ.Σοφίας. Στην γωνία με Ακαδημίας θα είναι σίγουρα, δίπλα στο υπουργείο Εξωτερικών. Πάντα έχει δυο τρεις κλούβες εκεί. Κοίταζα ώρα μπερδεμένος τον άδειο δρόμο.
Μέχρι να γυρίσω στον κύριο όγκο της διαδήλωσης είχε μαζευτεί πια κόσμος και το νέο είχε μαθευτεί: «οι μπάτσοι εξαφανίστηκαν!» Οι θεωρίες συνωμοσίας μπόλικες όπως πάντα. Άλλος έλεγε ότι είναι κρυμμένοι κάπου, άλλος ότι έχουν βάλει καινούργιες κάμερες και περιμένουν να μας συλλάβουν με αναγνώριση προσώπων. Μερικοί ήταν σίγουροι ότι είχαμε θριαμβεύσει και θα ανατείλει μια νέα μέρα για την Δημοκρατία, ότι θα μας γράψει η Ιστορία. Πέρασε έτσι κάνα μισάωρο.
Μετά άρχισε μια συνεδρίαση για να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε. Όπως πάντα, μέχρι να μιλήσουν όλοι είχα βαρεθεί. Δεν είναι όλοι μαθημένοι σε τρόπους να βγει μια άκρη από τέτοιες συναντήσεις. Η αγανάκτηση δεν βοηθάει στην αποτελεσματικότητα. Στις δυο ώρες δεν άντεξα άλλο τα ίδια και τα ίδια και βγήκα από το μπουλούκι να πάρω αέρα.
Τότε είδα το πραγματικό πρόβλημα.
Οι κουκουλοφόροι φαίνεται είχαν μάθει τι γίνεται ήδη. Να’ναι καλά το διαδίκτυο. «Παιδιά, να τους σταματήσουμε!» φώναξε κάποιος. Κάποιοι πιο θαρραλέοι και λίγο πιο μυώδεις τρέξαμε να φτάσουμε στην Βουλή πριν από αυτούς. Κάναμε έναν κλοιό εκεί που τόσες μέρες βλέπαμε τα ΜΑΤ πήραν τώρα θέση μάχης. Οι κουκουλοφόροι δίστασαν. Ένας πέταξε ένα καπνογόνο. Του το επιστρέψαμε. Μια άλλη ομάδα τους πήγε να μας υπερφαλαγγίσει. Ανοίξαμε λίγο για να καλύψουμε τα πλαϊνά μας.
Πέρασαν έτσι λεπτά, ίσως ώρες. Δεν είμαι σίγουρος γιατί η αδρεναλίνη ήταν στα ύψη. Ξέραμε ότι είχε γίνει θέμα, βλέπαμε τις κάμερες, ακούγαμε τα «όλε!» κάθε φορά που τους αποκρούαμε. Στο τέλος βαρέθηκαν και έφυγαν. Μείναμε για λίγο. Αναρωτιόμασταν τι να κάνουμε. «Παιδιά βαστάτε! Μπορεί να γυρίσουν!»
Καθώς νύχτωνε μας ενημέρωσαν ότι στην πλατεία έκαναν έκτακτη συνέλευση για να αποφασίσουν τι θα γίνει. Η αστυνομία ήταν ακόμα άφαντη. Στο 100 που παίρναμε τηλέφωνο έλεγαν απλώς «ναι, είμαστε ενήμεροι για την κατάσταση στο Σύνταγμα». Ύστερα ήρθε μια επιτροπή και μας είπε πως θα εξελιχτεί η βραδιά:
«Παιδιά είσαστε ήρωες. Σώσατε την Βουλή από αυτούς τους τραμπούκους. Αλλά δεν μπορούμε να φύγουμε – μπορεί να γυρίσουν οποιαδήποτε στιγμή. Όσοι δεν έχετε οικογένειες ή κάτι επείγον να κάνετε, παρακαλούμε να μείνετε με βάρδιες όλο το βράδυ μήπως γυρίσουν.»
Ελάχιστοι κουνήθηκαν από την θέση τους. Άλλωστε φοιτητές και άνεργοι είμαστε εδώ οι περισσότεροι. Όταν τελειώσουν όλα αυτά ίσως εδώ να γίνει η αρχή μιας νέας Ελλάδας. Αλλά το επόμενο πρωί ήμασταν πια εξαντλημένοι. Ήρθαν αρκετοί καινούργιοι αλλά έπρεπε να περάσουν από την επιτροπή που συστάθηκε για να κρίνει ποιοι είναι πιο ικανοί για αυτή τη δουλειά. Μην είναι τίποτα χορτοφάγοι τσιλιβήθρες, καλοθελητές μεν άλλα άχρηστοι για φύλαξη. Από ότι έβλεπα από τις νέες φάτσες ήταν κυρίως παιδιά που είχαν δουλέψει security ή που είχαν βγει πρόσφατα από τον στρατό και αρκετοί αθλητές.
Περνούσαν οι μέρες μας έβγαλαν και επίδομα. Μάζευαν από την πλατεία, νομίζω κάτι έκαναν και στο internet με paypal και μας έδιναν είκοσι ευρώ κάθε μέρα για τις δουλειές που χάναμε και για να έχουμε να τρώμε κάτι. Μια φορά οι ακροδεξιοί μας έκαναν συντονισμένη επίθεση στις 3 το πρωί και παραλίγο να μπούνε μέσα. Ένα παιδί δίπλα μου έσπασε το πόδι από έναν σιδηρολοστό που του ήρθε από το πουθενά. Ένας άλλος έφαγε από αεροβόλο μάλλον μια στο αυτί. Την επόμενη μέρα έγινε τριάντα ευρώ ο ανεπίσημος μισθός μας.
Είμαστε τώρα σχεδόν δυο μήνες εδώ. Στα κανάλια συζητούσαν για εμάς πολύ στην αρχή, τώρα απλά το συνήθισαν όλοι. Φοράμε τζιν και πορτοκαλί μπλουζάκια για να ξέρουν όλοι ότι είμαστε εντεταλμένοι και να μην μας μπερδεύουν με άλλους. Έχουμε οργανωθεί καλύτερα, κάνουμε κάθε μέρα ασκήσεις.
Είμαι ο μόνος από τους πρώτους που είναι ακόμα εδώ. Γύρισαν στις σπουδές τους, στις δουλειές τους, στα χωριά τους όλοι οι άλλοι. Ευτυχώς βρίσκονται πάντα καινούργιοι. Σήμερα έπιασα κουβέντα με ένα παιδί που ήρθε χτες. Τον είχα για εκπαίδευση και ήταν εξαιρετικός. Τον ρώτησα τι δουλειά έκανε πριν. Δίσταζε να απαντήσει. Τελικά του το έβγαλα:
«Αστυνομικός ήμουν. Και μάλιστα εδώ στην Βουλή. Με τις περικοπές στο Δημόσιο λόγω Μνημονίου και την πίεση της κοινής γνώμης για τα έξοδα των βουλευτών όμως μας έδιωξαν.»
Όταν ξεπέρασα το σοκ προσπάθησα να του πω κάτι γιατί ήταν συμπαθητικό παιδί.
«Μην ανησυχείς. Δεν έχει σημασία το παρελθόν. Εδώ θα γράψουμε ιστορία.» Κοίταξα προς την πλατεία όπου μειώνονται διαρκώς οι αγανακτισμένοι που μαζεύονται. Έχουν μείνει μόνο κάποιοι γραφικοί. Έχουμε να πληρωθούμε τρεις εβδομάδες. Ελπίζω να μην ξανακάνουν επίθεση οι ακροδεξιοί γιατί είμαστε μια ντουζίνα μόνο εδώ στην φύλαξη. Τον κοίταξα:
«Μας ενώνει κάτι πιο σημαντικό.»
Νομίζω.