Περπατούσα χαμένος μέσα σε μια καθημερινότητα, όλα να εναλλάσσονται με παρόμοιους ρυθμούς, αφηρημένος και προβληματισμένος για όλα… και τότε πετάχτηκε μπροστά μου. Ένα παιδί, με οικείο πρόσωπο, χαμογελούσε νομίζω αλλά το βλέμμα του ήταν αυστηρό, με αυτή την ιδιαίτερη αυστηρότητα που μόνο σε παιδικό βλέμμα μπορείς να δεις.
«Ουφ σε πρόλαβα, πού πας βιαστικός; Πού γυρνάς έτσι χαμένος; Με ξέχασες;»
Αποσβολωμένος να κοιτάω ένα παιδί που δεν γνωρίζω, που ίσως να έχω δει κάπου αλλά δεν μπορώ να θυμηθώ, ακούω τον μονόλογο να συνεχίζει:
«Δεν θυμάσαι τίποτα, τα ξέχασες όλα. Τα όνειρα που έκανες κάποτε, τα παιχνίδια που έπαιζες, τι ήθελες να γίνεις όταν μεγαλώσεις. Τι πέτυχες από όλα αυτά; Είσαι σαν χαμένος, δεν πιστεύεις σε τίποτα, όλα σε ενοχλούν και όλα σε απογοητεύουν.
Ήσουν παιδί που ονειρευόταν, που πίστευε στους φίλους, έπαιζες συνέχεια μαζί τους και ήθελες να σώσεις τον κόσμο από τους κακούς. Ήθελες να κάνεις ένα επάγγελμα για να βοηθάς άλλα παιδάκια που είχαν ανάγκη, που δεν ήταν τόσο τυχερά όσο εσύ.
Τι επάγγελμα κάνεις τώρα; Ποιος είσαι; Δεν σε ξέρω. Πιστεύεις στην αγάπη; Κάποτε πίστευες, θυμάσαι;»
Δεν ξέρω τι πιστεύω πια. Ίσως δεν πιστεύω σε τίποτα. Αλλά κάπου εκεί μέσα, στο βαθύτερο είναι μας, υπάρχει ο εαυτός μας παιδί. Πολλές φορές μας μιλάει, αλλά δεν ακούμε, δεν έχουμε χρόνο, βιαζόμαστε. Μας χτυπάει παλαμάκια, χορεύει, κάνει αστεία μήπως και μας τραβήξει την προσοχή.
Αν κάποια στιγμή το αντιληφθείτε, αφήστε το να μιλήσει. Πάντα έχει κάτι να σας πει, να σας θυμίσει και ίσως να σας βοηθήσει σε μια δύσκολη φάση.
Απλά κοιτάξτε το στα μάτια σαν να υπήρχε στ’ αλήθεια. Ο διάλογος που μπορεί να κάνετε μαζί του θα σας εκπλήξει.