Μήνας 4ος. Τέσσερις μήνες αφόρητου και ανεξήγητου πόνου. Κάθε ανάσα δύσκολη. Κάθε περπάτημα βαρύ. Κάθε γέλιο μου να κρύβει θλίψη. Όποιος κοιτάζει βαθιά στα μάτια μου καταλαβαίνει.
Προχθές τα έπινα σε ένα μπαρ. Γελούσα δυνατά, παράξενο για μένα. Χόρευα σαν τρελή. Είχαν μαζευτεί διάφοροι γύρω μου. Αναρωτιώμουν πώς με έβλεπαν. Διέκριναν απόγνωση ή απλά ένα χαρούμενο άνθρωπο; Ένας τύπος μου έλεγε στ’ αφτί ιστορίες. Δεν άκουγα τίποτα αλλά χαμογελούσα και του έλεγα “Ναι”. Ναι σε όλα.
Δεν ξέρω πως μπορεί κάποιος να νικήσει τον Έρωτα που νιώθει. Δεν ξέρω πώς ξορκίζεται αυτό το συναίσθημα. Τέσσερις μήνες ψάχνω τρόπους. Βγαίνω, πίνω, καπνίζω, χορεύω, μιλάω, γελάω, πουλάω τρέλα. Μέτα για μέρες κλείνομαι στο σπίτι, κοιτάζω το ταβάνι για ώρες χωρίς να σκέφτομαι τίποτα. Άλλες φορές σκέφτομαι τα πάντα. Σπάνια Εσένα, μα το αγκάθι σου είναι ακόμη εκεί, μέσα μου. Σε κάθε άγαρμπη κίνησή μου νιώθω τον πόνο και βλέπω κηλίδες από αίμα στα ρούχα μου.
Πηγαίνω στη μπάρα.
“Άλλο ένα” φωνάζω.
Ένας τύπος δίπλα μου με κοιτάζει επίμονα.
“Σήκω και φύγε” μου λέει.
“Γιατί;” των ρωτάω θυμωμένη.
“Γιατί προσποιείσαι, δε θες να είσαι εδώ” μου λέει.
Αρχίζω να γελάω σαρκαστικά. Σχεδόν τον μισώ. Σχεδόν τον θαυμάζω που έχει τ’ αρχίδια να μου το λέει κατάμουτρα.
Παίρνω το άδειο μου ποτήρι και το αφήνω να πέσει επιδειχτικά στο πάτωμα. Ένας κρότος ακούγεται και θρύψαλα γυαλιά απλώνονται παντού, μα αυτός με κοιτάζει αγέρωχα. Τα μάτια μου πετάνε σπίθες. Δε βγάζω λέξη μα τα έχω πει όλα. Πετάω τα λεφτά στο μπάρμαν, βάζω το σακάκι μου και φεύγω.
Έξω κρύο. Σιχαίνομαι τον χειμώνα. Παγώνει την καρδιά μου και νομίζω με πεθαίνει σιγά σιγά.
Πίσω μου ακούω βήματα. Ο τύπος από το μπαρ με ακολουθεί φωνάζοντας.
Σταματάω απότομα και τον κοιτάζω.
“Πώς σε λένε;” του λέω;
“Άγγελος” μου λέει.
Είναι όμορφος. Έχει γαλανά μάτια και καταστανόξανθα μαλλιά. Χαμογελάω. Μοιάζει με άγγελο, όμως δε μου φτάνει.
“Πες μου κάτι. Ότι θες. Κάτι που να με πείσει ότι αξίζει να περάσω το βράδυ μαζί σου” του λέω.
Γελάει. “Είσαι πολύ όμορφη” μου λέει. Με αγκαλιάζει και μου ψιθυρίζει στ’ αφτί “Απλά σε θέλω”.
Στιγμιαία στεναχωρήθηκα, για αυτόν, για μένα, για τον πόνο, για τον έρωτα, για την ανάγκη, για όλα αυτά μαζί και για τίποτα ταυτόχρονα. Σκέφτομαι… τι του λέω; Εγώ προσπαθώ να ξορκίσω ένα δαίμονα κι αυτός είναι απλά ένας Άγγελος.
Σε λίγο ήμασταν σπίτι του.
“Βάλε μου να πιω” του λέω.
Στο βάθος του σαλονιού ένας καθρέφτης απλώνει από τη μια ως την άλλη άκρη του τοίχου. Πλησιάζω κι αρχίζω να ξεντύνομαι. Δεν αισθάνομαι τίποτα. Ούτε απόγνωση, ούτε πόνο, ούτε θλίψη, ούτε Έρωτα. Κενό. Κοιτάζομαι στο μεγάλο καθρέφτη και με βλέπω γυμνή. Θεέ μου, είμαι στ’ αλήθεια όμορφη.
Ύστερα, βλέπω την αντανάκλαση του πίσω μου να με φιλάει στο λαιμό. Τα μαλλιά του είναι μαύρα. Κοιτάζω καλύτερα… κάπου το χάνω. Δυο μαύρα μάτια με κοιτάζουν μέσα από τον καθρέφτη καθώς χαϊδεύουν το σώμα μου. Είσαι Εσύ. Τα χέρια σου με πιάνουν, το διακρίνω ξεκάθαρα. Λεπτά, μικροκαμωμένα δάχτυλα. Τα δάχτυλα Σου. Κάνω δυο βήματα σαν χαμένη, τα μάτια μου θολώνουν, δε βλέπω καλά. Θέλω να φύγω.
“Περίμενε” μου λέει “Αίματα.”
Κοιτάζω τα χέρια μου, κόκκινα. Δε καταλαβαίνω τι συμβαίνει.
“Θα πρέπει να κόπηκες με το ποτήρι που έσπασες” μου λέει. “Περίμενε να φέρω ιώδιο”.
Κοιτάζομαι ξανά στον καθρέφτη. Αίματα. Ακριβώς εκεί κάτω από το αριστερό στήθος στο ύψος της καρδιάς. Αρχίζω να κλαίω. Γαμώτο, το αγκάθι σου. Είναι ακόμη εκεί.