Παρά την κρίση, ήρθε στη γειτονιά μας και άνοιξε πρώτο κατάστημα μια γνωστή ξένη αλυσίδα.
«Θα μας εξαφανίσει!» γκρίνιαζαν όλοι οι μαγαζάτορες. Έβαλαν μπρος αμέσως ένα ύπουλο σχέδιο. Νοίκιασαν όλοι μαζί έναν χώρο ακριβώς δίπλα του και έφτιαξαν ένα κατάστημα με παρόμοια είδη. Ήταν σαν να στήνουν έναν Δαβίδ δίπλα στον Γολιάθ επίτηδες.
-Μα, γιατί το κάνετε; Απόρησα.
«Δεν καταλαβαίνεις;” Με κοίταξαν με προφανή λύπηση που δεν τα πιάνω αυτά τα πολιτικά. «Το κάναμε επίτηδες συμπαθητικό και μικρό και άχρηστο. Είναι πανάκριβο, δεν έχει πολλά προϊόντα…είναι θέμα χρόνου να αποτύχει. Και τότε θα κάνουμε τον κακό χαμό σε διαδηλώσεις απέξω να φύγουν οι ξένοι!»
-Αλλά εγώ πηγαίνω και ψωνίζω εκεί. Μου αρέσει πολύ.
«Τι κάνεις λέει;”
-Κάθε μέρα πάω. Με βολεύει. Βρίσκω πράγματα που έψαχνα.
«Μα είναι πανάκριβο!»
-Δεν με πειράζει. Είναι στον δρόμο μου.
Μια μέρα που ψώνιζα, μόνος μου βέβαια, πάντα άδειο ήταν, άκουσα τους υπάλληλους να γκρινιάζουν. Ήταν καμιά εικοσαριά, επίτηδες, για να έχουν αυξημένα έξοδα και να φαληρίσουν μια ώρα αρχίτερα. Προφανώς ήταν βαρετό να κάθονται εκεί όλη μέρα χωρίς πελάτες.
«Αμάν πια αυτός ο τύπος! Γιατί έρχεται;”
Τους χαμογέλασα διπλά όταν έφτασα στο ταμείο με όλα τα όμορφα πράγματα που είχα βρει εκείνη την μέρα.
Μια άλλη φορά νομίζω ότι επίτηδες προσπάθησαν να με σκοτώσουν. Αγόρασα ένα ντοσιέ, αλλά όταν πήγα να το ανοίξω ήταν πολύ δυνατή η σούστα και με χτύπησε στην μύτη το έλασμα. Τους άκουγα καθώς με έπαιρνε το ασθενοφόρο:
“Άντε! Τον ξεφορτωθήκαμε επιτέλους.»
Δεν πέθανα βέβαια. Η ουλή πιστεύω ότι με κάνει πιο αρρενωπό. Συνέχισα να ψωνίζω εκεί μέχρι που αναγκάστηκαν να ανοίξουν και δεύτερο κατάστημα λίγο παραπέρα.
(Άλλες ιστορίες σε παρόμοιο στυλ θα βρείτε μαντρωμένες εδώ.)