Κάθε χρόνο είχα μια απέραντη προσμονή για τα Χριστούγεννα.
Μικρή περίμενα το στολισμό του δέντρου που στο τέλος τελικά βαριόμουν, χλαπάκιαζα 5-6 κουραμπιέδες και πήγαινα για ύπνο κατσούφα αφήνοντας τη μαμά να μαλώνει τον μπαμπά, γιατί “το δέντρο δεν είναι λατέρνα, πρέπει να είναι ομοιόμορφο”.
Στη συνέχεια περίμενα τις δυο βδομάδες διακοπές χωρίς διάβασμα και τα δώρα του Αγίου. Όχι αυτού που πάει το μυαλό σου, του Βασίλη εννοώ. Ακολουθούσα με ραθυμία στα τραπέζια συγγενών και φίλων γιατί στο γυρισμό η μαμά θα με συνέκρινε με όλα τα παιδιά των φίλων της και θα έβγαινα σκάρτη και άχρηστη.
Μεγαλώνοντας περίμενα και πάλι τις διακοπές από το σχολείο και να με πάρει κάνας ξάδερφος ή ξαδέρφη μαζί τους εκεί που θα πήγαιναν με την παρέα τους. Να με φορτωθεί δηλαδή και εγώ να καμαρώνω σα γύφτικο σκεπάρνι.
Μέχρι που τελείωσα το σχολείο και ξεκίνησα να δουλεύω σε πολυκατάστημα και έκαναν φτερά οι διακοπούλες και πρήζονταν τα πόδια μου από ορθοστασία και δεν άλλαζα χρόνο για 4 συνεχόμενες φορές. Κοιμόμουν από τις 10 και κρατούσα δυνάμεις για την άδεια που θα ακολουθούσε, να πάω στο νησί, γιατί στην Αθήνα τον Ιανουάριο, όπως ξέρεις όλοι δούλευαν πάλι και εγώ θα μιζέριαζα για ακόμη μια φορά.
Μετά ακολούθησε η χρυσή πενταετία Χριστουγέννων που μαζευόμασταν όλες στα Κολωνάκια να πιούμε κρασιά και κοκτέιλ από νωρίς σε στριμόκωλα μπαρ στην Πλουτάρχου, να γίνουμε ντίρλα και να επιστρέψουμε σπίτι, να κλάψουμε στον καναπέ μέχρι να μας πάρει ο ύπνος και μετά να σηκωθούμε για να ξαναβαφτούμε για τα overcrowded party σε πολυτελή ξενοδοχεία.
Γυρνούσαμε όλες στα σπίτια με γυαλιά ήλιου και τη μάσκαρα στο πηγούνι, που κατέβαινε από το μεθύσι και το κλάμα για κάποιο ξεχασμένο γκόμενο στο συρτάρι. Η μάνα όρθια να ψήνει τη γαλοπούλα και να αναρωτιέται χαμηλόφωνα ποτέ θα βάλουμε μυαλό.
Τώρα τίποτα από τα παραπάνω ή κι όλα μαζί. Αναλόγως.
Πρόσφατα έμαθα ότι δεν υπάρχει κι ο Άγιος Βασίλης. Ένας κακοήθης μου το ξεφούρνισε μια μέρα στο γραφείο. “Τι είναι τα Χριστούγεννα θαρρείς; Τρεις μερούλες αργία, να κάτσεις σπιτάκι σου, να ηρεμήσει λίγο το κεφάλι σου από τις σκοτούρες και τα άγχη.”, είπε και έσβησε το τσιγάρο του μαζί με κάθε μου ελπίδα ότι θα αλλάξει κάτι στο φετινό γιορτινό σκηνικό… γιατί είναι αλήθεια, ότι το άτιμο ποτέ του δεν υπήρξε εξωτικό, αντίθετα το μόνο που έχει καταφέρει είναι να με κάνει να νιώθω πολύ συχνά ξωτικό. Θα μου πεις κάτι είναι και αυτό…
Anyways, χαλαρά guys… να κατέβει ομαλά το κουραμπιέ στο σύστημα.
Καλές Εορτές!