Μια φορά κι έναν καιρό που λέτε, όταν ήμουν στο χάισκουλ εκαλέσθην από τους γονείς μου να προσανατολιστώ.
Προσέξτε μην μου μπερδευτείτε, όχι να προσηλυτιστώ. Προς Θεού, να προσανατολιστώ λέμε επαγγελματικώς. Δηλαδής να κάτσω να σκεφτώ ώριμα στα 17 μου, ποιο είναι το επάγγελμα που σύμφωνα με τις δεξιότητες και τα ενδιαφέροντά μου θα έπρεπε να ακολουθήσω. Κέντα μεγάλε.
Αρωγοί μου σε αυτή την δύσκολη απόφαση, ήταν το σχολείο κι οι δάσκαλοί μου. Βέεεεεβαια. Είχαμε και μάθημα. Το ΣΕΠ (Σχολικός Επαγγελματικός Προσανατολισμός) που πέρασε και δεν ακούμπησε. Πέρα από αυτό όμως, το σκεφτόμουν το θέμα. Τι θα μου άρεσε να κάνω;
Χμμ, μήπως να έχω 5 εκατομύρια ευρώ στην τράπεζα και να παίρνω τους τόκους; Γαμάτο. Αλλα πως θα γενεν αυτό; Α θα πρεπε να δουλέψω πρώτα. Γαμώτο. Τες πα. Αργότερα. Για να δούμε τώρα. Να γινω, να γίνω, να γινω…
Μήπως να γίνω πυροσβέστης;
Χμ. Μπα. Αν σκεφτώ ότι στην ηλικία των 5 λαμπάδιασα την κουρτίνα στο δωμάτιό μου, καθώς και αργότερα που ωρίμασα, έβαλα φωτιά στην έδρα της δασκάλας, μάλλον δεν θα μου ταίριαζε και πολύ. Άλλο
Να μην σας κουράζω. Το θέμα μίλαγε από μόνο του. Ξύπνημα πρωί δεν παίζει, extreme sports δεν το ‘χω, το πράγμα πήγαινε προς το καλλιτεχνικό.
Βέβαια οι γονείς μου, όπως και το 99,9% των γονέων της εποχής οραματιζόταν το παιδί τους να γίνει κάτι σε γιατρός ή δικηγόρος. Και αν δεν ήταν αυτό, τουλάχιστον να πέρναγε σε κανα πανεπιστήμιο για να μπουν στο μάτι του θείου Λευτέρη, που ο δικός του γιος δεν πέρασε.
Για αυτό τον απλό λόγο που λέτε, έφαγα στη μάπα 3 χρόνια να δίνω πανελλήνιες. Παραλίγο να σπάσω το Πανελλήνιο ρεκόρ. Κι οι δύστυχοι γονείς μου τι να κάνουν, το πήραν απόφαση.
Το πήραν απόφαση λέγω, ότι δεν θα βάλουν κορνίζα στο καθιστικό με το γιο τους επιστήμονα και συμβιβάστηκαν με κάτι πιο λαϊκό. Θα βάλουνε κορνίζα με το γιό τους φαντάρο. Αλλά όχι αγαπητοί μου. Δεν είχα πει την τελευταία μου λέξη.
Και σκέφτηκα. Αφού δεν τραβάει το μηχάνημα για πανελλήνιες φίλε μην το κουράζεις. Χειρόφρενο και πάμε να βρούμε μια σχολή που να ‘χει σχέση με κάτι που να σ’ αρέσει. Τη ζωγραφική ας πούμε.
Και τότε στο μακρινό ’93 πήγα και βρήκα ένα νέο επάγγελμα. Τη γραφιστική. Γιούχουυ. Βέβαια δεν ήξερα τι ήταν, αλλά είδα ότι είχε μάθημα ελευθέρου σχεδίου μέσα και λέω δε γαμείς, τουλάχιστον θα ‘χει κάτι ενδιαφέρον. Θα γίνω ζωγραφίστας. Και πήγα.
Ο πατέρας μου ούτε να τ’ ακούσει. Αφού δεν έγινα λέει δικηγόρος, αδιαφορούσε παντελώς για το γεγονός και μου ‘πε: Πάρε λεφτά και πάνε γράψου όπου θες. Πήγαινε και σε σχολή pole dancing. Δε με νοιάζει.
Η μάνα μου από την άλλη, πήγε να κάνει την έκπληξη και να με πάει σε ένα ΙΙΕΚ με οικονομικά, αλλά δόξα τω Θεώ δεν έκατσε γιατί ο χλιμίτζουρας πωλητής της σχολής, άρχισε τις παπαριές ότι εδώ είμαστε σοβαρό ΙΙΕΚ και αν θες να αποφοιτήσεις θα κλειστείς μέσα τα Σαββατοκύριακα και θα διαβάζεις.
Χα. Τι λε ρε μεγάλε. Άμα ήταν έτσι, γιατί δεν καθόμουν να διαβάσω να περάσω στις πανελλήνιες; Σε σένα θα ερχόμουν να κλειδαμπαρωθώ και να στα σκάω κιόλας; Τι λε ρε Βαρουφάκη. Ορεβουάρ. Και πήραμε πούλο.
Τες πα με τα πολλά κατέληξα να ξεκινήσω γραφιστική. Δεν ήμασταν και πολλοί τότε, ωραίες εποχές. Τα μαθήματα ήταν πολύ ενδιαφέροντα. Είχαμε ελεύθερο, γραμμικό σχέδιο, γραμματογραφία, σύνθεση μακέτας ιστορία τέχνης και άλλα τέτοια ωραία.
Στην Ιστορία τέχνης είχα ένα θέμα, γιατί το ‘βαζε πρωί Δευτέρας και όσο να ναι είχα μια δυσκολία ξυπνήματος. Έσβηνε και τα φώτα η κυρα τέτοια για να μας δείξει σλάιτζ λέει, με τους πίνακες. Στο δεκάλεπτο έβλεπα όνειρα με τον Μοντιλιάνι.
Και ρε γαμώτο δεν ήταν ότι δε με ενδιέφερε αλλά μες τα σκοτάδια να ακούς μιά απαλή φωνούλα να περιγράφει τα έργα, ήταν σαν ντοκιμαντέρ του Νάσιοναλ να σου περιγράφει πως τρέφονται οι φώκιες. Καληνύχτα σας.
Και της είπα. Ρε συ Ιστορικοτέτοια, δεν γίνεται να το κάνουμε άλλη ώρα το μάθημα. Ή τουλάχιστον με ανοιχτά φώτα. Ή να ανοίγει η πυρασφάλεια κάθε 10 λεπτά. Ή δεν ξέρω, κάτι. Αισθάνομαι πολύ άσχημα που κοιμάμαι. Γέλασε. Δεν πειράζει μου λέει. Τι να πω. Μάλλον της έχει ξανασυμβεί. Κοιμήσου αγόρι μου.
Τες πα μην τα πολυλογώ η σχολή εξελίχθηκε καλά, είχα ταλέντο. Τόσο που σε ένα διαγωνισμό αφίσας, βγήκαμε στην τηλεόραση και μας έδειξε ο Μικρούτσικος αν θυμάστε τότε μια εκπομπή το ”Χαμογελάτε είναι μεταδοτικό”. Και όντως ο τίτλος δεν ήτο τυχαίος. Χαμογέλασεν και το χειλάκι του πατρός μου που ο γιόκας βγήκε στην tv. Ε ρε γλέντια. Κι εκεί άρχισε τις ερωτήσεις τι είναι αυτό που κάνεις και τα συναφή. Α ρε πουτάνα τηλεόραση και τα θεριά μερώνεις.
Έτσι που λέτε τέλειωσα με δόξα και τιμή και είπα να βγω στην αγορά εργασίας. Ναι οκ. Όλοι εμένα περίμεναν. Τελικά με πήραν τηλ να παρουσιαστώ στον Έβρο να τους φτιάχνω εκεί ωραίες ταμπέλες για τα Στάγιερ. Καταλάβατε. Πήγα φαντάρος.
Μόλις γύρισα, ξέρετε, τα θυμόμουνα όλα. Αφού έπιασα το mouse και γέλαγα μόνος μου στην οθόνη που έβλεπα το βελάκι και κουνιόταν μόλις έσουρνα τον αρουραίο. Τρομερό.
Με τα πολλά κι αφού έστειλα 50 βιογραφικά για αρχή, κανείς δεν εδέησε. Απογοητεύτηκα ολίγον κι αφού έκανα ένα ρεμαλοδιάλειμμα αποκλειστικού χαρτζιλικώματος από γονείς, πλας ξυπνήματα στις 3 το μεσημέρι έστειλα άλλα 50. Και πήγα σε όλα τα ραντεβού σενιαρισμένος με το πουκαμισάκι μου, αλλά και πάλι. Κανείς.
Τι να κάνω τώρα γαμώ τη γραφιστική μου μέσα. Να συνεχίσω να σερβίρω καφέδες στα παπούδια του καφενείου του πατέρα μου; Γαμώ την καταδίκη μου. Τότε κατάλαβα το νόημα των ταινιών του Ξανθόπουλου. Ταπεινός και καταφρονεμένος.
Και συνέχισα για κάνα τρίμηνο έτσι ώσπου μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο του καφενείου. Ξέρετε αυτό το κόκκινο με το κέρμα που είχε ο Γκορμπατσώφ. Έλα πρόεδρε ναι εδώ σύντροφος Παναγιωτόφσκι. Τι; Έχουμε θερμό επεισόδιο με εργοδότη που ψάχνει γραφίστα; Εφτασεεεεε.
Και πήγα. Κοντά ήτονε και είπα να παίξω άλλο σύστημα εμφάνισης. Αξύριστος με φόρμα. Έτσι εργάτης ρε παιδί μου, αφού το κυριλέ δεν έπιανε. Και με βλέπει ο μάστορας και του πέφτουν τα δόντια. Τι είσαι συ μου λέει. Ε, ο γραφίστας. Και τι μούσι είναι αυτό; Έφυγες. 5 μέρες κράτηση.
Αλλά τελικά με κράτησε 2 χρόνια. Τους άρεσαν τα ζωγραφικά μου. Ήταν εταιρεία συσκευασίας και αγοράζανε τη μακέτα κάνα κατοστάρι χιλιάδες. Ε γιατί να μην πάρουνε τον καημένο αξύριστο με τα ίδια λεφτά και να τους δουλεύει και κάνα μήνα ε; Συμφέρει. Ασε που είχε και μηχανάκι και θα τον στέλναμε σε τράπεζες και σε καφέδες. Έκλεισε προσλαμβάνεσαι.
Και αφού προσλήφθηκα μετά παραιτήθηκα.
Γιατί; Ε δεν φταίγαν οι άνθρωποι και αύξηση μου καναν κι έμαθα και πολλά εκεί. Όπως το πως ανοίγει ο υπολογιστής. Πήγα την πρώτη μέρα και έφαγα κάνα 20λεπτο να το βρω. Κι έλεγα μέσα μου. Ρε μαλάκα. Τόσο ξεφτίλα; Θα είσαι ο μοναδικός γραφίστας στον πλανήτη, που απολύθηκε την πρώτη μέρα γιατί δεν ήξερε να ανοίγει τον υπολογιστή.
Δόξα τον Αντι Γουόρχωλ, το βρήκα κι έτσι ξεκίνησε η καριέρα μου. Α, και τι λέγαμε ναι, παραιτήθηκα από κει γιατί το αφεντικό είχε την φαεινή ιδέα να μετακομίσουμε στη Μεταμόρφωση μετά από τον πρώτο χρόνο. Μεταμορφώθηκα λοιπόν σε εργάτη που ξυπνάει στις 6 το πρωί για να χτυπήσει κάρτα.
Ναι δυστυχώς είχαμε και τέτοια. Το αγόρι ήταν της παλαιάς σχολής και ήθελε τάξη και πειθαρχία. Ε και τι να κάνω. Πειθάρχησα. Λίγο όμως. Μετά κάνα μήνα άρχισα τις λαμογιές. Έβαζα κάναν άλλο και τη χτύπαγε. Αλλά μυρίστηκα ότι θα παίζει ρουφιανιλίκι, το άφησα αυτό το σχέδιο και σκέφτηκα ένα ακόμα πιο απατεώνικο, να χτυπάω την κάρτα στον εκτυπωτή μου με ότι ώρα ήθελα. Έπιασε.
Δεν το ‘σκιζα βέβαια άφηνα και 2-3 κόκκινα χτυπήματα αργοπορίας έτσι για να μην το μυριστεί και για να υπάρχει τζέρτζελο. Να μπορεί και ο αφεντικός να τα χώσει στον αργοπορημένο δούλο και να ξεκαυλώσει. Να νιώσει γαμάω ρε παιδί μου, τι σκατά ανοιξε επιχείρηση. Για να κάνει μόκο;
Τες πα αυτό το πάλεψα αλλά τον σεισμό δεν τον πάλεψα. Ναι ξέρετε τον αυτό το 2000. Πήδηξα από τον 1ο. Σοκ. Το κτίριο βγήκε κόκκινο. Παραλίγο να γίνω περιτύλιγμα. Πάλι καλά. Αλλά όχι.
Ο αφεντικός ήθελε να μου κάνει τεστ υπομονής και μου βαλε να κλείσω κατάλογο με 34560000 προϊόντα, δουλεύοντας υπερωρίες στο μισογκρεμισμένο κτίριο. Του λέω έτσι και δεν βγάλεις το κάγκελο από το παράθυρο δεν κάθομαι. Μου λέει γιατί; Για να πηδήξω, του λέω, δεν κάθομαι έτσι. Ε και δεν το βγαλε. Και τα γνωστά.
Μετά που λέτε το πράμα κυρίλεψε και πήγα σε μεγάλη εταιρία συσκευασίας γραφίστας υπό art director. Μια χαρά περνάγαμε 13 χρόνια έκατσα εκεί, έγινα junior art, art director, υπεύθυνος παραγωγής, πρωθυπουργός, αυτοκράτορας και άνεργος.
Ναι γιατί μετά 13 χρόνια ο Γιωργάκης είπε ότι λεφτά υπάρχουν κι εμείς τον πιστέψαμε οι μαλάκες και μια μέρα τα αφεντικά ψάχναν τις τσέπες τους και δεν είχαν ούτε κουρκουμπίνι. Ε και τι να κάνουν. Μας έστειλαν στο καλό.
Έτσι λοιπόν είπα, δε γαμείς πολύ δούλεψες 13 χρόνια αδιάκοπα, σου αξίζει μια παύση ενός χρόνου να ξύνεις τα απαυτά σου και να τρως το επίδομα και την αποζημίωση. Το φαγα σε χρόνο DT. Έκανα ένα χρόνο διακοπές, αλλά με το που χειμώνιασε, τα μπικικίνια όβερ και στα βιογραφικά είχα πάλι το γνωστό θέμα.
Τι να κάνω τι να κάνω, δεν είχα ούτε γόπα να καπνίσω και αναγκαστικά πήγα να δουλέψω σε πατσατζίδικο. Θα έκανα τον deliveρά, τον σερβιτόρο, το λαντζιέρη, ό,τι καθόταν. Ωραία ήταν θυμήθηκα τα παλιά που γυρνούσα στις πολυκατοικίες και μοίραζα φυλλάδια όπου οι γριές μου έριχναν αφορισμούς που τους χτύπαγα τα κουδούνια μεσημεριάτικο. Ωραίες εποχές.
Ώσπου το τηλέφωνον μια μέρα εγκντούπα και υποψήφιο αφεντικό με καλεί να παρουσιαστώ. Ωωωπ. Τι λες. Έφυγα. Πάω που λέτε και του δείχνω porfolio με όλα τα αριστουργήματα που ‘χα φτιάξει ως τότε. Τα κοιτάει μια, τα κοιτάει δύο. Στα παπάρια του. Και μου λέει:
– Εμένα φίλε δε με νοιάζει τι φτιάχνεις αλλά σε πόση ώρα. Προτιμώ να μου κάνεις 10 μακέτες του τάληρου παρά μία για 40 ευρώ. Γρήγορος είσαι; Μα τι λέτε, εγώ και ο Γιουσέιν Μπολτ τα κάνουμε τόσο γρήγορα.
Αλλά έφαγα μούγκα για να με πάρει. Όμως μέσα μου είπα. – Έμπλεξες πάλι.
Υποψιάστηκα ότι κάτι δεν θα πήγαινε καλά αλλά την πρώτη μέρα ο Κρεατοελιόμουρος (το παρατσούκλι που του ‘βγαλα) ήτο ευγενέστατος. Μέχρι που πήγε και μου πήρε και τυρόπιτα. Κερασμένη. Έλα ρε σύ λέω υπάρχουν και τέτοια αφεντικά ακόμα; Μου ‘δινε και ένα 750άρι, καλό για την εποχή και λέω α φίλε είσαι πολύ κώλος που βρήκες δουλειά με τέτοια λεφτά και 40 χρονώ. Αλλά τελικά κάπως αλλιώς εξελίχθηκε η σχέση μας.
Ε και περνούσαν οι μέρες, την πρώτη βδομάδα ήσυχα, μετά από λίγο άρχισαν τα καντήλια. Ηταν η βδομάδα του μέλιτος μάλλον.
– Ρε μαλακισμένο γιατί πέταξες ρε το χαρτί με την παραγγελία; – Αφού την παραδώσαμε αφεντικό τι να την κάνω; – Ρε μαλάκα είχε λευκό από πίσω μπορούσαμε να τυπώσουμε κι άλλη… Ωπ. Το πιασα. Ήταν και τσιγκουνοκρεατοελιόμουρος.
Λέω σκάσε μαλάκα τώρα γιατί ούτε φιλτράκια δεν θα χεις άμα σ’ απολύσει. Και έσκασα. Την επόμενη μέρα τσαλάκωσε ένα χαρτί κι εκεί που πληκτρολογούσα μου το πετάει στην οθόνη. – Πέτα το στο καλάθι αυτό. Άντε τι με κοιτάς.
Ήθελα να του δαγκώσω το λαρύγγι. Αλλά κρατήθηκα. Εκεί όμως κατάλαβα ότι ράγισε το γυαλί. Δεν είχα μέλλον με τον χοντρό.
Άλλη μια τέτοια και θα έκανα έγκλημα και δεν γαμιέται θα πάω μετά να τρώω στο συσσίτιο.
Και τελικά μιά μέρα μου λέει: – Ε Πάνο, άσε αυτά που φτιάχνεις και πιάσε τη σφουγγαρίστρα να κάνεις όλο το μαγαζί. Ορίστε του λέω; Πήγαινε στις κοπέλες μέσα και πάρε σκούπες κουβάδες κι άρχισε.
Ωπ σκούπα μάπα; Πως την είδες χοντρέ; Αρχιλοχίας; Εκεί μου γύρισε το μάτι. Σηκώνομαι μια, τον παίρνω παραδίπλα και του λέω:
– Άκου να σου πω μεγάλε εγώ εδώ έχω έρθει για άλλη δουλειά. Άμα ψάχνεις για καθαρίστρια να πας στο Υπουργείο Οικονομικών που ‘χει μπόλικες. Εγώ δεν το κάνω. Αντερσταιντ;
Έπαθε Πάρκινσον. Δεν το περίμενε. Με κοιτάει, τα χάνει. Εεεμ ωωω, εεε ναι, μααα , οκ, εντάξει Πάνο. Και μ’ αφήνει να γυρίσω στη δουλειά. Τουμπεκί ο κρεατοελιόμουρος.
Αλλά όλο αυτό έγινε μέχρι να τελειώσω το 8ωρο. Γιατί μετά με πήρε τηλέφωνο και με απέλυσε ο σιχαμένος. Ε βέβαια, μη χάσει καμιά εργατοώρα. Και που λέτε, πάλι άνεργος.
Στο καπάκι όμως με πήρε άλλος παλίκαρος να δουλέψω, ο οποίος ναι, όλα καλά αλλά δυστυχώς με πλήρωνε ημιαπασχόληση 310 το μήνα. Ούτε η βενζίνα δεν έβγαινε. Και είπα. Δε γαμείς, πάλι θα παραιτηθώ και θα πάω διακοπές.
Και πήγα να ξελαμπικάρω λίγο με όλες τις παπαριές που έζησα το χειμώνα και εκεί σκέφτηκα σοβαρά κι έκανα πραγματικό επαγγελματικό προσανατολισμό. Είπα. Λε καταστασιόν με τα αφεντικά απελπιστίκ στο Ελλάντα και τι να κάνω ο καλλιτέχνης. Να συνεχίσω να ψάχνω δουλειά σε κάφρους και σπαγγοραμένους; Να πάω σε πατσατζίδικο; No More!
Κι έτσι πήρα την απόφαση να δουλέψω μόνος μου. Χωρίς κανέναν πάνω απ το κεφάλι μου κι ό,τι βγάλω.
Και ξεκίνησα να κάνω, αυτό που κάνω εδώ κι ένα χρόνο. Freelancer από το σπίτι. Ξυπνήματα χωρίς ζόρια, δουλειά με τους δικούς μου κανόνες και ωράρια, ούτε φωνές ούτε μαλακίες και αγοραστικό κοινό πλέον μέχρι Νέα Ζηλανδία. Ζήτω το ίντερνετ.
Όλοι αγαπητοί φίλοι περνάμε δύσκολες στιγμές κι αν όχι όλοι οι περισσότεροι. Αυτή η πουτάνα η κρίση μας γονάτισε, αλλά το καλό που είχε είναι, ότι προσωπικά τουλάχιστον με ζόρισε και με έκανε να σκεφτώ αλλιώς τα πράγματα. Και με έκανε να βάλω το μυαλό μου να δουλέψει, για να φύγω από κακοπληρωμένες δημοσιοϋπαλληλίστικες δουλειές.
Για πρώτη φορά δοκίμασα να χαράξω τους δικούς μου δρόμους. Και το παλεύω, πάει καλά προς το παρόν, ήμουν και τυχερός αλλά δεν το αφήνω μόνο στην τύχη. Θέλει κυνήγι. Οτιδήποτε κι αν κάνεις.
Αδερφέ μου, λοιπόν, να ξέρεις πως ό,τι και να έχει συμβεί, μην απογοητεύεσαι. Κάπου εκεί έξω υπάρχει μια ευκαιρία για σένα κι αν νομίζεις πως δεν υπάρχει προσπάθησε να τη φτιάξεις μόνος σου. Επιμονή και υπομονή χρειάζεται και πάνω απ όλα αισιοδοξία. Μη σε νοιάζει λοιπόν, προχώρα και όλα θα πάνε καλά.
Με αγωνιστικούς χαιρετισμούς
Π.Λ.
Υ.Γ. Χοντρέ αν το διαβάσεις ποτέ αυτό να σου πω ότι πέταξα κάπου 50 φύλλα με παραγγελίες που ‘χαν λευκό από πίσω μια μέρα που ‘λειπες. Έτσι να μάθεις, γιατί με είχες χωρίς ένσημα… :Ρ