Λίγο πιο πάνω από το σπίτι μου υπάρχει το «πόρτο τζώννυ». Είναι ένας τοίχος που κάποιος έχει ζωγραφίσει θάλασσα, βαρκούλες, λευκά σπίτια κάτω από έναν αυθάδη ήλιο. Μην φανταστείτε καμιά ψαγμένη τέχνη, είναι μια απλή καθημερινή ζωγραφιά, λίγο ασυνήθιστη για τα δεδομένα της πόλης.
Το πόρτο τζώννυ είναι ζωγραφισμένο στον εξωτερικό τοίχο μιας προσφυγικής μονοκατοικίας. Όταν σκάσει λίγο ο ήλιος αράζουν εκεί διάφοροι γείτονες στα τραπεζάκια και πίνουν τον καφέ τους, παίζουν τάβλι, διηγούνται ιστορίες από τα παλιά νοσταλγώντας ή από τα νέα σιχτιρίζοντας ή τουλάχιστον έτσι φαντάζομαι γιατί δεν έχω βρεθεί μπροστά σε κάποια κουβέντα τους. Αγαπώ το πόρτο τζώννυ, σκέφτομαι διάφορες εκδοχές για το τι μπορεί να σημαίνει, ίσως είναι το νησί κάποιου από τους γείτονες, ίσως ένας φανταστικός προορισμός, ίσως ένα μέρος όπου κάποιος νυν συνταξιούχος είχε γνωρίσει τον έρωτα της ζωής του που δυστυχώς δεν κατέληξαν μαζί ή κατέληξαν μαζί και ο έρωτας της ζωής του είναι η κυρία που ψήνει τα καφεδάκια τους. Ίσως πάλι να είναι η προβλήτα ενός λιμανιού, που σαν όνειρο αντίκρυσαν δυο παιδικά ματάκια πλησιάζοντας σ’ αυτό. Ποτέ δε ρώτησα να μάθω τι είναι τελικά, γιατί μου αρκεί που βλέποντας τους κάθε απόγευμα επιστρέφοντας απ’ το γραφείο χαμογελώ και μου έρχεται στο μυαλό μια λέξη: Καταφύγιο…
Σκεφτόμουν πως όλα τα όντα επιζητούμε το καταφύγιο μας, μια τόση δα γωνίτσα που να νιώθουμε ασφάλεια που να κάνουμε ανομολόγητες σκέψεις, να οργιάζει η φαντασία μας ή απλά να ηρεμούμε και να νιώθουμε προστατευμένοι. Αυτό το «καταφύγιο» ίσως είναι η αγκαλιά κάποιου αγαπημένου μας, η αριστερή πλευρά του κρεβατιού μας, ένα παγκάκι σκουριασμένο, ένα αγαπημένο μέρος όπως το χωριό μας, το πατρικό μας σπίτι…
Υπάρχουν όμως κι άνθρωποι που αναγκάστηκαν βίαια, απρόσμενα και με πόνο ψυχής να ξεριζώσουν από μέσα τους κάθε είδους ασφάλεια, καθετί που θεωρούσαν πατρίδα, κάθε οικεία γειτονιά, κάθε γωνιά δική τους. Υπάρχουν άνθρωποι που η ζωή τους στερεί το δικαίωμα να ονειρεύονται, να ελπίζουν για τους εαυτούς τους και για τις οικογένειές τους ένα όμορφο αύριο ή έστω ένα ουτοπικό αύριο, που ξεριζώνονται μαζί με πέντε μπογαλάκια και μόνη ελπίδα το χρόνο που θα ‘ρθει να δείξει αν είναι εχθρός ή φίλος…
Από τις ιστορίες που μας έλεγε η μαμά όταν ήμασταν μικροί, μια θυμάμαι καλά, δεν ήταν όμως ψεύτικη, δεν ήταν παραμύθι. Ήταν η ιστορία που της είχε διηγηθεί η γιαγιά της. Έφυγαν τόσο βίαια παίρνοντας μαζί πέντε πράγματα, ότι προλάβανε, άφησαν τα σπίτια, τις ζωές τους ολόκληρες και περπατούσαν μερόνυχτα να φτάσουν στο λιμάνι, βρώμικοι, εξαθλιωμένοι, απελπισμένοι. Η προγιαγιά μου κρατούσε στον κόρφο τη γιαγιά μου μωρό. Το μωρό πεινούσε, έκλαιγε. Είχε μαζί της ένα μικρό σακί κουκιά, τα έβαζε στο στόμα της και τα μαλάκωνε με σάλιο όσο μπορούσε, τα έδινε στο μωρό να φάει να ξεγελάσει την πείνα του…
Ζώντας σε μια περιοχή που πολλοί πρόγονοι μου πήραν την πρώτη ανάσα ανασυγκρότησης των ζωών τους, πέταξαν στο χώμα πέντε μπόγους και άρχισαν αργά αργά, πέτρα στην πέτρα να γεννούν μια ελπίδα απ’ τη γυμνή αρχή της, δεν παύω να σκέφτομαι πόσο απάνθρωπη και ωμή είναι η εγκατάλειψη όσων προσπάθησες να φτιάξεις, η στέρηση πραγμάτων που θεωρούμε αναγκαία για την επιβίωση, η αβεβαιότητα του επόμενου λεπτού για σένα, τους αγαπημένους σου, τα παιδιά που έφερες στον κόσμο με όνειρα και πρωτόγονη αγάπη…
Διάβασα κάπου για μια γιαγιά από τη Μυτιλήνη, την κυρία Μηλίτσα που ανέφερε πως δεν ξεχνάει την εικόνα ενός παιδιού από τη Συρία, που της προσέφερε κομμάτι από το ψωμί που έτρωγε. Και μια άλλη γιαγιά, η κυρία Μαρίτσα περιγράφει μια σκηνή που τη συγκίνησε: «Είχα σφιχτά τα χέρια μου και ήρθε ένα μωρό να μου ανοίξει τη χούφτα. Νόμιζα πως ήθελε λεφτά και του είπα ότι δεν έχω παράδες. Όμως τελικά κατάλαβα ότι ήθελε να με αγκαλιάσει και να με φιλήσει. Ίσως του θύμισα τη γιαγιά του», λέει.
Ντρέπομαι να βλέπω καθημερινά ειδήσεις για ψυχές που στην απόγνωση να ζήσουν ανθρωπινά χάνονται απάνθρωπα, ντρέπομαι που συχνά προσπερνώ τις ειδήσεις αυτές επειδή αν συνηθίσουμε στο άσχημο, στο βίαιο, στο αποτρόπαιο αρχίζουμε να πιστεύουμε πως είναι μέρος της ζωής. Δεν έχει θέση στη ζωή όμως κάτι τέτοιο, δεν έχει θέση σε στήλες ενημερωτικών σελίδων, δεν έχει θέση σε κουβέντες που κάνουμε με φίλους. Στις ψυχές μας έχει θέση, στα χέρια και στα μπορώ μας. Στο ελάχιστο που μπορούμε να προσφέρουμε να απαλύνουμε τον πόνο αυτών που το χρειάζονται. Μια αγκαλιά σε όσους δεν μας έχει λείψει ίσως φαντάζει αυτονόητη, μια αγκαλιά για ανθρώπους ξεριζωμένους και ματωμένους όμως, ίσως είναι το πιο γλυκό καταφύγιο, σαν ένα άλλο «πόρτο τζώννυ»…