Το δωμάτιο σκοτεινό. Μύριζε υγρασία και μούχλα. Έξω από το παράθυρο κάποιες σταγόνες βροχής είχαν καταφέρει να ξεφύγουν και να κολλήσουν πάνω στο τζάμι. Δεν ήθελαν να διαλυθούν πέφτοντας στο χώμα. Το φεγγάρι ίσα που ξεπρόβαλλε ανάμεσα από τα σύννεφα. Έκανε τις σταγόνες από τη βροχή να μοιάζουν με μικρά διαμάντια.
Οι πραγματικοί θησαυροί είναι κρυμμένοι καλά για να τους δουν μόνο τα μάτια που ξέρουν να διακρίνουν στο σκοτάδι.
Εκεί. Στο σκοτεινό δωμάτιο. Ένα φως. Η λάμψη από τα μάτια του.
Μπροστά του ένας πίνακας. Τον έβλεπε με τα μάτια της φαντασίας.
Ζωγράφιζε με το πάθος της ψυχής του.
Σταμάτησε. Πήρε μια ανάσα. Πάνω στο τραπέζι ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Άναψε ένα κερί. Δεν ήθελε να αφήσει το δυνατό φως να χαλάσει τη μαγεία της στιγμής.
Έπειτα κοίταξε το δημιούργημα του. Ήταν εκείνη η στιγμή που η φαντασία παίρνει σάρκα και οστά μέσα από ένα πίνακα.
Χαμογέλασε. Πόσο λάτρευε αυτό που έκανε. Δεν κέρδιζε πολλά χρήματα. Έκανε όμως αυτό που αγαπούσε. Η μεγαλύτερη ανταμοιβή. Το πάθος που διαπερνά το κορμί όταν κάποιος ασχολείται με κάτι που λατρεύει.
Μια σκέψη σαν αστραπή πέρασε πριν χαθεί στα σκοτάδια της λήθης. Ανάμνηση.
Είχε τελειώσει αρχιτεκτονική. Οι γονείς του, οι φίλοι του, ο κόσμος όλος έτρεξε χαρούμενος να του κολλήσει τη ταμπέλα. Τον βάραινε τόσο που κάποια βράδια δεν μπορούσε να ανασάνει.
Ένα βράδυ πετάχτηκε πάνω ιδρωμένος. Είχε δει ταμπέλες να τον έχουν περικυκλώσει και να τον λιθοβολούν. Το κορμί του είχε ματώσει. Έψαχνε κάποιον να τον βοηθήσει αλλά δεν ήταν κανείς εκεί γύρω. Όλοι ήταν σπίτια τους. Δεν τους ενδιέφερε πώς αισθανόταν. Το έργο τους τέλειωνε τη στιγμή που τον φόρτωναν με μια ταμπέλα. Έπειτα σκούπιζαν τα χέρια τους και απομακρύνονταν.
«Όχι! Φώναξε στο άδειο δωμάτιο. Κανείς δεν ενδιαφέρεται πώς αισθάνομαι τη στιγμή που ξαπλώνω μόνος μου το βράδυ για να κοιμηθώ. Γιατί να με νοιάζει εμένα ούτως ώστε να επωμιστώ το βάρος μιας ταμπέλας;».
Εκείνο το βράδυ ήταν που άλλαξαν όλα στη ζωή του.
Υπάρχουν δύο ζωές. Αυτή που ζούμε και αυτή που θα θέλαμε να ζήσουμε. Στο ενδιάμεσο υπάρχει η αντίσταση. Το φράγμα. Θέλει κότσια και δύναμη να το ξεπεράσουμε. Διότι αυτό το μεταίχμιο δεν είναι τίποτα παραπάνω από τους ανθρώπους που είναι στη ζωή μας. Όσο και να μας αγαπάνε δεν παύουν να έχουν προσδοκίες. Αυτές είναι που γίνονται θηλιά και μας πνίγουν. Όσο και να μας νοιάζονται δε θα πάψουν στιγμή να μας τραβάνε στο δικό τους επίπεδο. Τροχοπέδη σε αυτό που θα θέλαμε να ζήσουμε.
Θέλει όμως προσοχή στις δικές μας επιθυμίες. Υπάρχει ένα κενό ανάμεσα σε αυτό που επιθυμούμε και στην πραγματικότητα. Χρειάζονται πόδια κολλημένα στη γη, ισορροπία και αποφασιστικότητα για να μην πέσουμε μέσα.
Κούνησε το κεφάλι του με δύναμη. Το κερί άρχισε να τρεμοπαίζει πάνω στο τραπέζι. Έκανε σκιές πάνω στον πίνακα. Τον κοίταξε. Τότε του φάνηκε ότι οι σκιές πήραν ανθρώπινη υπόσταση. Ο πίνακας έγινε το θεατρικό τους σανίδι. Ένα έργο. Της ζωής του. Στιγμές. Τη μέρα που είπε στους γονείς του ότι θα κλείσει το γραφείο και θα πάει στη σχολή καλών τεχνών. Την αντίδραση των φίλων του που θα άφηνε εκείνη την ωραία ταμπέλα πάνω στο γραφείο σκαλισμένη με το όνομα και την ιδιότητα του.
Δεν άκουσε κανένα. Το είχε αποφασίσει.
Το τρίξιμο από τα πατζούρια τον επανέφεραν στο παρόν. Η ώρα ήταν περασμένη. Δεν τον ένοιαζε όμως. Ήθελε να τελειώσει αυτό που έκανε. Είναι εκείνη η έκσταση που αισθανόμαστε ακριβώς εκείνα τα δευτερόλεπτα που θέλεις να τελειώσεις ό,τι έχεις αρχίσει.
Δεν μπορούμε να κρίνουμε κάποιον γι αυτό που κάνει. Όσο και να προσπαθήσουμε δε θα καταφέρουμε να βρεθούμε στη θέση του, ούτε να κατανοήσουμε τα θέλω και τις ανάγκες του. Αυτό που έχει σημασία είμαστε εμείς. Ό,τι και να κάνουμε. Σε όποια και από τις δύο ζωές και να βρισκόμαστε αυτό που μετράει είναι το βράδυ που θα έλθει η ώρα να κοιμηθούμε να είμαστε καλά με τον εαυτό μας. Δεν μπορούμε να είμαστε η προσωποποίηση των προσδοκιών των άλλων. Μπορούμε όμως να έχουμε το θάρρος και τη δύναμη να διεκδικούμε αυτό που μας ανήκει.
Η χτύποι από τους δείκτες του ρολογιού ήταν το μόνο που ακουγόταν. Η ανάσα του μόνο κάπου στο ενδιάμεσο θύμιζε την ύπαρξη του σε εκείνο το δωμάτιο. Το κερί βαρέθηκε να τρεμοπαίζει και υποτάχτηκε. Έσβησε. Το δωμάτιο σκοτείνιασε πάλι. Στο τζάμι ακόμα οι σταγόνες της βροχής λαμπίριζαν σαν μικρά διαμάντια. Πιο πέρα μια σκιά να ζωγραφίζει στο σκοτάδι.
Δεν έχει σημασία αν οι πρώτες αχτίνες του ήλιου τον έβρισκαν ξύπνιο ή να κοιμάται.
Ένιωθε γεμάτος. Πάλεψε γι αυτό!