Από την ημέρα που γνωριστήκαμε εμείς οι δυο, σε βρίσκω μπροστά μου.
Βασικά θα ήθελα να σε βρίσκω δίπλα μου. Αλλά, πάντα, ήσουν ένα βήμα μπροστά. Για να μου κόβεις το δρόμο.
Κι όμως αγαπιόμαστε.
Επιθυμούμε και οι δύο το καλό μου, απλά εσύ έχεις άλλες αξιώσεις.
Με ήθελες με ροζ φορέματα και φιόγκους στα μαλλιά κι εγώ γυρνούσα από το σχολείο με κουρελιασμένες κορδέλες, μελανιασμένα γόνατα και σκισμένη ποδιά. Εκείνος ο δαντελένιος γιακάς που διπλοσιδέρωνες και σου επέστρεφα λωρίδες, ήταν η πρώτη ένδειξη της διαφορετικότητάς μας.
Με ήθελες ευγενική και με τρόπους. Να μην ξεκινώ το φαγητό μου αν δεν κάτσουν όλοι στο τραπέζι και να μένω βιδωμένη εκεί, μέχρι να τελειώσει την τελευταία μπουκιά και η γιαγιά με το πάρκινσον και όχι να πάω με τα άλλα παιδιά να παίξω. «Δεν μας νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι» έλεγες.
Αλλά το έπαιρνες συχνά πίσω, όταν οι άλλοι φορούσαν ζακέτα στο κρύο, ενώ εγώ έβγαινα στο δρόμο με το κοντομάνικο, αλλά κυρίως όταν έπαιρναν καλύτερους βαθμούς από μένα στα μαθήματα.
Με ήθελες καλλιεργημένη. Γι’ αυτό με έγραψες αγγλικά, πιάνο και μπαλέτο, χωρίς να με ρωτήσεις αν θέλω και με έτρεχες σαν ανεμοδουριασμένη από δω και από εκεί.
Σε όλα τα πήγαινα καλά, για να σε ευχαριστήσω.
Μετά έπαθα μια κρίση άσθματος, σαν να με πνίγει κάτι και γλίτωσα ένα μήνα από αυτά.
Όταν ξαναγύρισα σπίτι από το νοσοκομείο, κλείδωσα το πιάνο και πέταξα το κλειδί. Φέραμε μάστορα για να μας το ξανανοίξει αλλά δεν ξανακούμπησα δάκτυλο σε πλήκτρο. Εκεί έπαθες μια ανησυχία για το «τι θα κάνω στη ζωή μου» «και τι δύσκολο παιδί που είμαι».
Κι όμως αγαπιόμαστε.
Σαν κάτι ζευγάρια που παντρεύτηκαν από συνοικέσιο και επειδή ανακάτεψαν τα χνώτα τους και τα χούγια τους στην ίδια κατσαρόλα, νόμισαν ότι έτσι είναι οι σχέσεις των ανθρώπων.
Με ήθελες με έναν καλό γάμο. Με έναν δικηγόρο, ένα γιατρό, έναν πανεπιστημιακό.
Εγώ ερωτεύτηκα έναν όμορφο που του άρεσαν οι εκδρομές και οι πλάκες και που όταν με αγκάλιαζε γινόμουν βλάκας.
Όσο κράτησε ο γάμος, πένθησες σαν αυτούς που χάνουν δικό τους άνθρωπο και από τον πόνο γελάνε και κάνουν τρέλες.
Το περίεργο είναι ότι πένθησες και όταν χώρισα και αναρωτιόσουν «πώς θα ξαναφτιάξω τη ζωή μου τώρα».
Πουθενά δεν σε βρίσκω τελικά.
Με ήθελες κυρία. Όταν τσακώνομαι να αναρωτιέμαι «τι έκανα λάθος», γιατί δε μπορεί, για να μου φέρονται έτσι οι άλλοι, κάπου φταίω κι εγώ.
Μη σου πω ότι είναι και το πιθανότερο, τέτοια που είμαι. Εδώ σε έβγαλα ασπροπρόσωπη, μέχρι που μου είπες ότι είμαι ζώον που αφήνω τους άλλους να με κάνουν ό,τι θέλουν.
Με ήθελες με δουλειά και με πολλά λεφτά.
Και τώρα που δεν έχω το ένα ούτε το άλλο, φταίει που πάντα έκανα του κεφαλιού μου.
Ποιος ευθύνεται που δεν παντρεύτηκα έναν πλούσιο να περνάω ζωή και κότα και να μην είμαι μια κοτζάμ γυναίκα που δεν έχει λεφτά ούτε για τα μαλλιά της;
Κι όμως αγαπιόμαστε.
Σαν κάτι συγγενείς που συναντιούνται μόνο σε οικογενειακά Χριστουγεννιάτικα τραπέζια και ένεκα της χρονιάρας μέρας κάνουν υπομονή.
Παρ’ όλα αυτά, εσύ εξακολουθείς να παραπονιέσαι πως δεν βλεπόμαστε πολύ. Αναρωτιέσαι γιατί σε αποφεύγω και μου λες συνέχεια: «κανείς δεν θα σε αγαπήσει όπως η μάνα σου».
Αυτό ελπίζω κι εγώ.