Και φτάνει εκείνη η στιγμή που το μαχαίρι στομώνει, δεν κόβει άλλο απλά χαϊδεύει. Κουράζεται να κόβει, χάνει την αιχμηρή του όψη και ιδιότητα και παραμένει ένα απλό μεταλλικό αντικείμενο χωμένο σε ένα σκιερό συρτάρι κάτω από σπάτουλες, σουρωτήρια, ανταλλάσσοντας μικρές ασήμαντες κουβέντες με τα κουτάλια και τα πιρούνια. Κάθε φορά που ανοίγει το συρτάρι και βλέπει μια χαραμάδα φως θέλει να πηδήξει έξω να βγει, να πάει να χωθεί στην τσέπη ενός περιπλανώμενου, να κρεμαστεί στη ζώνη ενός ρωμαλέου. Να νιώσει πάλι το μαχαίρι εκείνο το αστραφτερό κοφτερό μαχαίρι, να βρει το ρόλο του ξανά…
Μα το αφήνει για αύριο, μεθαύριο, τον άλλο μήνα… οι εποχές που ήταν ένα σουγιαδάκι το κουράζουν λίγο στη θύμηση τους, έτσι κι αλλιώς τα κουταλοπίρουνα δεν είναι κακά παιδιά, έχει συνηθίσει όλη μέρα μαζί τους, νιώθει ασφάλεια και ζεστασιά.
Ένα πρωινό κάποιο εφηβικό χέρι ανακατεύοντας το πάνω συρτάρι της κουζίνας ξεθάβει το μαχαίρι. Το πετάει τυχαία πάνω στον πάγκο και αφού ετοιμάζει με σβελτάδα το πρωινό του το βουτάει στο βούτυρο και μονολογεί: «αυτό είναι σκουριασμένο θέλει πέταμα…»
Το βράδυ φτάνει και το μαχαίρι λιγδιασμένο σέρνεται στον πάτο του νεροχύτη περιμένοντας κάποιον να το πλύνει, να το ακονίσει και να το κρεμάσει κάπου να φαίνεται, να βλέπει και να το βλέπουν. Μάταια. Η λέξη σκουριά έχει καρφωθεί στο μεταλλικό χερούλι του. «Μα πόσον καιρό, πόσα χρόνια έχω να κάνω κάτι για μένα;» αναρωτιέται. «Πάντα περιμένω απ’ τους άλλους. Να με παινέψουν, να με φροντίσουν, σκούριασα να περιμένω, γέρασα…». Έξω απ’ το παράθυρο ο αέρας τραγουδάει: «ο δρόμος είναι η αλήθεια, χίλια και ένα παραμύθια». Να φύγει να πάει που; Δεν έχει κανέναν να το περιμένει, κανέναν να νοιάζεται τόσο ώστε να τ’ αφήσει όλα και να το ακολουθήσει…
Μα συνήθως έτσι δεν συμβαίνει; Όλα ξεκινούν και τελειώνουν στη μοναξιά με ευχάριστα διαλλείματα παρέας. Όταν δεν ξέρεις που πας, όλοι οι δρόμοι σε οδηγούν εκεί.
Πήδηξε απ’ το νεροχύτη, κι έτσι χωρίς καμία προετοιμασία, χωρίς καν να σκουπιστεί σε μια πετσέτα άρχισε να τρέχει. Είχε συνηθίσει τη μούχλα της ακινησίας του. Οι κλειδώσεις του έτριζαν, η σπλήνα του πονούσε, γλιστρούσε, σηκωνόταν και πάλι απ’ την αρχή. Και στο δρόμο του συνάντησε πολλούς, καλούς και κακούς. Άλλοι ήθελαν να το σταματήσουν, να το τρενάρουν απ’ την ξέφρενη πορεία του, άλλοι να συμπορευτούν μαζί του, έστω για λίγο, για την παρέα κι ένα τσιγάρο. Η πρόκληση πως τα κατάφερνε να επιβιώσει, να πάρει και να δώσει ήταν η μόνη του ανταμοιβή, δεν χρειαζόταν να κάνει το ακατόρθωτο απλά να παραμείνει ο εαυτός του όταν όλα άλλαζαν.
Κάποτε κάποιος είπε πως είτε πιστεύεις πως θα τα καταφέρεις είτε όχι, έχεις δίκιο. Κι εγώ αμέσως σκέφτηκα πως ό,τι κι αν καταφέρεις δεν έχει καμία αξία, είναι σκοτεινό και θλιμμένο αν στο δρόμο χάσεις τον εαυτό σου, αν πάψεις να είσαι αληθινός.
Αυτά μονολογούσε το μαχαίρι. Και έβρισκε τη δύναμη να τρέχει αψηφώντας τη σκουριά του μουρμουρίζοντας:
«Κάλλιο γλύστρα στο δρόμο το δικό σου παρά στο δρόμο του άλλου να ‘σαι ορθός…» (Κωστής Παλαμάς).