Πρωτόπαιξα μπιρίμπα μια βραδιά του 1983 στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Είχαμε μαζευτεί τέσσερεις φίλοι.
Οι δυο από αυτούς ενθουσιασμένοι με ένα καινούργιο παιχνίδι, που μάθανε, βαλθήκανε να κάνουνε μάθημα σε μένα και τον τέταρτο, που είμασταν άσχετοι, ώστε να σχηματιστεί το καρέ.
Αυτό ήταν το πρώτο μάθημα μπιρίμπας, που πήρα. Είναι ζήτημα αν αυτό το μάθημα κράτησε ένα τέταρτο. Οι παίκτες ανυπομονού-σαν. Έπρεπε ν’ αρχίσει το παιχνίδι.
Κύλησαν από τότε δεκάξι χρόνια. Όμως εκείνο το πρώτο μάθημα σημάδεψε τις μετέπειτα χαρτοπαιχτικές μου προτιμήσεις.
Μου αρέσουν τα παιχνίδια με χαρτιά κυρίως τα τεχνικά. Και επειδή «όμοιος ομοίω αεί πελάζει» αρέσουν και στους φίλους μου και σχεδόν σ’ όλους τους ανθρώπους, που κάνω παρέα.
Από τα φοιτητικά μου χρόνια και μετά, έπαιξα με τους φίλους μου, πινάκλ, πρέφα, πικέτο, φραπ, ουίστ, κουμ-καν, ό,τι βάλει το μυαλό σας.
Από το 1983 κι έπειτα, όλα τα παιχνίδια αυτά άρχισαν να παραμερίζονται μέχρι, που τελικά εξαφανίστηκαν από τις παρέες μου. Παραχώρησαν τη θέση τους στη βασίλισσα μπιρίμπα.
Μαζευόμαστε συχνά —εδώ και πολλά χρόνια— σ’ ένα σταθερό στέκι στον Πειραιά,για να παίξουμε μπιρίμπα.
Σε όλα τα παιχνίδια με τράπουλα η τύχη και η τεχνική συνυπάρχουν.
Η τύχη ξεκινάει από το μηδέν και φτάνει μέχρι το 100% σε μερικά. Αν εξαιρέσουμε τις ακραίες περιπτώσεις, ο παράγοντας της τύχης και ο παράγοντας της τεχνικής συμμετέχουν σε κάποιο ποσοστό στα περισσότερα παιχνίδια της τράπουλας.
Αυτό το κάποιο ποσοστό, τύχης και τεχνικής δεν ξέρω αν είναι
50 – 50 στη μπιρίμπα, όμως, στη μπιρίμπα η τύχη και η τεχνική συνυπάρχουν σε ισορροπημένη μεταξύ τους σχέση, δηλαδή σε λογική αναλογία.
Η μπιρίμπα απέκτησε τόσους πολλούς φίλους (και μάλιστα φανατικούς) και για τόσο μεγάλο διάστημα, για δύο λόγους πιστεύω.
Ο ένας είναι, γιατί το παιχνίδι αυτό περιέχει έντονα το στοιχείο της ανατροπής. Το στοιχείο αυτό κρατάει ζωντανό και αμείωτο το ενδιαφέρον διατηρώντας τους παίχτες σε αγωνία για την εξέλιξη.
Ο δεύτερος λόγος είναι, γιατί ο παράγοντας της τεχνικής υπάρχει σε σημαντικό βαθμό στο παιχνίδι. Οπότε ο παίχτης είναι υποχρεωμένος να βάλει τις ικανότητές του, τις γνώσεις του, την προσωπικότητά του για να παίξει.
Δεν έγινε, επομένως, άδικα τόσο δημοφιλής η μπιρίμπα.
Περάσανε, λοιπόν, δεκάξι χρόνια από κείνη τη βραδιά του ’83.
Ύστερα από άναρίθμητα παιχνίδια, από αμέτρητα ξενύχτια και χιλιάδες «ώρες πτήσεως» νομίζω ότι μπήκα λίγο μέσα στο χάος, που λέγεται μπιρίμπα.
1 — ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ
1 α — ΤΡΑΠΟΥΛΕΣ – ΦΥΛΛΑ – ΠΟΝΤΟΙ
Οταν η μπιρίμπα παίζεται με 4 παίχτες χρησιμοποιούνται δύο πλήρεις τράπουλες.
Η κάθε τράπουλα έχει τα 52 κλασικά φύλλα και 2 Τζόκερ.
Επομένως ο συνολικός αριθμός των φύλλων είναι 108.
Το καθένα απ’ αυτά τα φύλλα έχει μια ιδιαίτερη αξία (τιμή), που μετριέται σε πόντους (βαθμούς) και οι πόντοι αυτοί αποτελούν ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του παιχνιδιού.
Είναι απαραίτητο στους παίχτες να μάθουν καλά την αξία αυτή των φύλλων για την ανάπτυξη του παιχνιδιού και επιπλέον για να μπορούν να μετρήσουν εύκολα και γρήγορα τους πόντους τους.
Στον πίνακα, που ακολουθεί, δίνεται η αξία κάθε φύλλου σε πόντους:
ΕΙΔΟΣ ΦΥΛΛΟΥ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΑΞΙΑ ΣΕ ΠΟΝΤΟΥΣ
Ασος A 15
Ρήγας Κ 10
Ντάμα Q 10
Βαλές J 10
Δέκα 10 10
Εννέα 9 10
Οκτώ 8 10
Επτά 7 5
Έξι 6 5
Πέντε 5 5
Τέσσερα 4 5
Τρία 3 5
Δύο 2 10
Τζόκερ Τ 20
Στη μπιρίμπα το Δυάρι (2) έχει την ιδιότητα του Τζόκερ (Τ), δηλαδή μπορεί να αντικαταστήσει οποιοδήποτε φύλλο.
Είναι η γνωστή ιδιότητα του μπαλαντέρ, που υπάρχει και σε άλλα παιχνίδια με τράπουλα.
Επομένως στη μπιρίμπα οι μπαλαντέρ είναι συνολικά 12 (8 Δυάρια και 4 Τζόκερ).
1 β — ΘΕΣΕΙΣ ΠΑΙΧΤΩΝ – ΖΕΥΓΑΡΙΑ
Οι 4 παίχτες χωρίζονται σε 2 ζευγάρια.
Αυτά τα 2 ζευγάρια είναι οι αντίπαλοι του παιχνιδιού.
Ο κάθε παίχτης δηλαδή, έχει έναν σύντροφο (σύμμαχο), που κάθεται απέναντι του στο τραπέζι και δύο αντιπάλους (εχθρούς), που κάθονται δεξιά και αριστερά του.
Η έννοια αυτή του συντρόφου και των αντιπάλων είναι θεμελιώδης στη μπιρίμπα, η οποία δεν είναι ατομικό άλλά ομαδικό (συντροφικό, συλλογικό) παιχνίδι.
Προσπαθούμε πάντοτε να βοηθήσουμε τον σύντροφό μας
στην πραγματοποίηση των κοινών μας στόχων, αλλά και να
εμποδίσουμε τους αντιπάλους στην πραγματοποίηση των δικών τους στόχων.
Η επιλογή των ζευγαριών συνήθως γίνεται με τράβηγμα φύλλων από την τράπουλα. Ο κάθε παίχτης τραβάει ένα φύλλο από τον σωρό των 108 φύλλων (που είναι τοποθετημένος στο κέντρο του τραπεζιού και ανάποδα από την κύρια όψη) και φανερώνει αμέσως το φύλλο που τράβηξε.
Οι παίχτες, που τράβηξαν τα δύο μικρότερα φύλλα, σχηματίζουν το ένα ζευγάρι και οι παίχτες, που τράβηξαν τα δύο μεγαλύτερα, το άλλο ζευγάρι. Όπως λέμε οι μεγάλοι μαζί και οι μικροί μαζί.
Όποιος παίχτης έχει τραβήξει το μικρότερο φύλλο έχει το πλεο-νέχτημα να παίξει πρώτος, ενώ εκείνος, που τράβηξε το μεγαλύτερο έχει την υποχρέωση να μοιράσει.
Το μικρότερο απ’ όλα τα φύλλα είναι ο Τζόκερ και το μεγαλύτερο είναι ο Ασος.
Σε περίπτωση ισοβαθμίας γίνεται νέο τράβηγμα, αλλά μόνο μεταξύ των παιχτών που ισοβάθμισαν.
Ας υποθέσουμε ότι ένας παίχτης τράβηξε 5, ένας άλλος Α και οι άλλοι δύο 10. Αυτόματα έχει καθοριστεί ότι ο μεγαλύτερος (Α) θα κάνει φύλλα (θα μοιράσει), ο μικρότερος (5) θα πάρει πρώτος (θα παίξει πρώτος) και οι άλλοι θα ξανατραβήξουν μόνο για τον σχηματισμό των ζευγαριών.
Υπάρχουν βέβαια πολλές περιπτώσεις όπου τα ζευγάρια καθορίζονται αυθαίρετα από τους ίδιους τους παίχτες. Τότε το τράβηγμα γίνεται μόνο για να αναδειχθεί αυτός, που θα παίξει πρώτος, ενώ ο προηγούμενος του παίχτης είναι υποχρεωμένος να μοιράσει.
Η σειρά με την οποία μοιράζονται τα φύλλα (επομένως και η σειρά με την οποία παίζουν οι παίχτες) είναι στη μπιρίμπα αριστερόστροφη, δηλαδή αντίθετη με τη φορά των δειχτών του ρολογιού, όπως συμβαίνει στην πλειοψηφία των παιχνιδιών με τράπουλα.
Ο παίχτης, που μοιράζει, θα δώσει πρώτα φύλλο στον ευρισκόμενο δεξιά του, μετά στον απέναντι, μετά στον ευρισκόμενο αριστερά του και θα πάρει ο ίδιος τελευταίος.
Από το βιβλίο του Β.Κελεμένη