Με την ανάδειξή της σε μουσείο η ιστορική κατοικία της οδού Αδριανού 96 θα αποτελεί ένα ιδιαίτερο μνημείο για την ιστορία της Αθήνας από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα!
Η παλαιότερη σωζόμενη κατοικία της Αθήνας μετατρέπεται σε μουσείο με στόχο να προσφέρει μια βιωματική γεύση για την αστική κατοικία.
Στην καρδιά της πρωτεύουσας, στη σκιά της Ακρόπολης, η οικία επί της οδού Αδριανού 96 θα αποτελέσει έναν χώρο περιήγησης στην αθηναϊκή κοινωνία του 18ου αιώνα με την αξιοποίηση σύγχρονων οπτικοακουστικών μέσων.
Πρόκειται για το ιστορικό κτίριο της οικογένειας Μπενιζέλων – Παλαιολόγων, το οποίο βρίσκεται στην Πλάκα και ένα αρχικό τμήμα του ανάγεται στον 16ο αιώνα. Μέλος της ίδιας οικογένειας με βυζαντινές καταβολές ήταν και η Ρηγούλα Μπενιζέλου. Πρόκειται για τη μετέπειτα μοναχή, γνωστή ως Αγία Φιλοθέη η Αθηναία, η οποία έζησε στην προγονική της κατοικία.
Μετά τα έργα αποκατάστασης, τα οποία ολοκληρώθηκαν πριν από δύο χρόνια, το Συμβούλιο Μουσείων ενέκρινε τη διαμόρφωση και τη μουσειολογική μελέτη.
Το έργο είναι ήδη υπό δημοπράτηση και έχει ενταχθεί στο ΕΣΠΑ υπό τη σκέπη της Αρχιεπισκοπής Αθηνών στην οποία έχει δοθεί ως παραχώρηση από το υπ. Πολιτισμού.
«Θα αποκαλυφθεί ένα αθηναϊκό αρχοντικό αστικού τύπου του 1750, το παλαιότερο κτίριο-κατοικία που διασώζεται σήμερα στην Αθήνα. Είναι η ατμόσφαιρα μέσα στην οποία μεγάλωσε και η Αγία Φιλοθέη στο πλαίσιο μια αστικής πνευματικής ακμής», λέει ο αρχιτέκτων κ. Γιάννης Κίζης, ο οποίος ασχολήθηκε πρώτη φορά με την οικία Μπενιζέλων το 1980 ως συμβασιούχος συνεργάτης του υπ. Πολιτισμού.
Το μνημείο ήταν γνωστό από τη μελέτη του Αν. Ορλάνδου το 1940 και ήταν ήδη αλλοιωμένο από παρεμβάσεις που είχαν γίνει στο πέρασμα του χρόνου, είχε διχοτομηθεί σε δύο ιδιοκτησίες και το χαγιάτι είχε κλείσει με ανασυρόμενα τζαμιλίκια κ.λπ.
«Ηταν εγκαταλελειμμένο για πολύ καιρό και είχε μισογκρεμιστεί. Τα χρόνια πέρασαν και τη δωδεκάτη ώρα… περιήλθε το 2000 στην Αρχιεπισκοπή», λέει ο κ. Κίζης. «Σε πρώτη φάση κάναμε την αποκατάσταση μαζί με την κυρία Χρ. Πινάτση, τον κ. Κλ. Ασλανίδη και την πολιτικό μηχανικό κυρία Ελ. Τσακανίκα. Σε δεύτερη φάση ανέλαβα τη μουσειογραφική μελέτη σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα κ. Θύμη Δούγκα και τη μουσειολόγο κυρία Παρή Καλαμαρά και με το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έδειξε ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιερώνυμος το έργο προχώρησε».
Ο νέος μουσειακός χώρος στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας θα αποτελεί ένα ιδιαίτερο μνημείο για την Ιστορία της πόλης από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα. Ενα μικρό παζλ της Αθήνας μέσω μιας κατοικίας της οθωμανικής περιόδου στην οποία ξετυλίγονται η αρχιτεκτονική, η ζωή μέσα σε αυτό και μια ολόκληρη εποχή.
Σύμφωνα με τη μελέτη, προβλέπεται μια σφαιρική αφήγηση με την οικία ως σημείο εκκίνησης όπου θα χρησιμοποιηθούν διαδραστικά μέσα για την Αθήνα των οθωμανικών χρόνων, ψηφιακές εφαρμογές, τρισδιάστατη αναπαράσταση της οικίας, οπτικοακουστικές παραγωγές, επιτραπέζια παιχνίδια κ.ά. Φυσικά θα υπάρχει ειδική αναφορά στην Αγία Φιλοθέη, την εποχή στην οποία έζησε και για το αρχοντολόι του 16ου αιώνα. Παράλληλα ο υπαίθριος χώρος του κήπου προσφέρεται για πολλαπλές εκδηλώσεις.
Οπως σημειώνει ο κ. Κίζης, σε απεικονίσεις της εποχής διακρίνονται τουλάχιστον 25 μεγάλα διώροφα αρχοντόσπιτα με τοξωτές στοές στα ισόγεια ξύλινα ανοικτά χαγιάτια. Από αυτά το μόνο που σώθηκε είναι το αρχοντικό των Μπενιζέλων με το ανοιχτό χαγιάτι, την τοξοτοιχία, τον ορτά-σοφά που πρόβαλε σε εξώστεγο, τα πλευρικά του κιόσκια και τον μεγάλο οντά με το τζάκι, ξύλινες κατασκευές και δείγματα διακόσμησης.
Το κτίριο συνυπάρχει με αρχαιολογικά ευρήματα τα οποία φροντίζει η αρχαιολογική υπηρεσία, όπως το υστερορωμαϊκό τείχος. Νοτιοδυτικά στο υπέδαφος υπάρχει μια μεσαιωνική δεξαμενή. «Το ελαιοτριβείο είναι νοτιοανατολικά στον παρακείμενο αρχαιολογικό χώρο του «Διογενείου», που θα ήταν ευχής έργο να ενοποιηθεί με τους υπαίθριους χώρους του αρχοντικού, ώστε να αναδειχθεί ο πλήρης ζωτικός χώρος της οικιακής οικονομίας», εξηγεί ο κ. Κίζης.
«Σε τούτο ακριβώς κατέτεινε και η απαλλοτρίωση τής προς Ανατολάς ιδιοκτησίας, που ολοκληρώθηκε και θα ενοποιηθεί με το ανατολικό δωμάτιο του ισογείου, μετά από διάνοιξη τού εκ των υστέρων φραγμένου τόξου που στηρίζει τον τοίχο της ανωδομής με το τζάκι του “καλού οντά”».