Τζόζεφ Ράντγιαρντ Κίπλινγκ
Αν να κρατάς καλά μπορείς το λογικό σου, όταν τριγύρω σου όλοι
τάχουν χαμένα και σ’ εσέ της ταραχής τους ρίχνουν την αιτία.
Αν να εμπιστεύεσαι μπορείς τον ίδιο τον εαυτό σου όταν ο κόσμος
δε σε πιστεύει, κι’ αν μπορείς να του σχωρνάς αυτή τη δυσπιστία.
Να περιμένεις αν μπορείς, δίχως να χάνεις την υπομονή σου,
κι’ αν άλλοι σε συκοφαντούν να μην καταδεχτείς ποτέ το ψέμμα,
κι’ αν σε μισούν, εσύ ποτέ σε μίσος ταπεινό να μην ξεπέσεις,
μα να μην κάνεις τον καλό ή τον πολύ σοφό στα λόγια.
Αν να ονειρεύεσαι μπορείς και να μην είσαι δούλος των ονείρων,
αν να στοχάζεσαι μπορείς, δίχως να γίνει ο στοχασμός σκοπός σου,
αν ν’ αντικρύζεις σου βαστά, το θρίαμβο και τη συμφορά παρόμια
κι’ όμοια να φέρνεσαι σ’ αυτούς τους δυό τυραννικούς απατεώνες,
αν σου βαστά η ψυχή ν’ ακούς όποιαν αλήθεια εσύ είχες ειπωμένη,
παραλλαγμένη απ’ τους κακούς, για να ναι για τους άμυαλους παγίδα
ή συντριμένα να θωρείς όσα σούχουν ρουφήξει τη ζωή σου
και πάλι να ξαναρχινάς να χτίζεις μ’ εργαλεία πούναι φθαρμένα.
Αν όσα αποχτήσες μπορείς σ’ ένα σωρό μαζί να τα μαζέψεις
και δίχως φόβο, μονομιάς, κορώνα ή γράμματα όλα να τα παίξεις
και να τα χάσεις και απ’ αρχής, ατράνταχτος να ξεκεινήσεις πάλι
και να μη βγάλεις και μιλιά γι’ αυτό τον ξαφνικό χαμό σου.
Αν νεύρα και καρδιά μπορείς, και σπλάχνα και μυαλό όλα να τα σφίξεις
να σε δουλέψουν ξαναρχής, κι’ ας είναι από πολύν καιρό σωσμένα
και να κρατιέσαι πάντα ορθός, όταν δεν σούχει τίποτε απομείνει
παρά μονάχα η θέληση, κράζοντας σε όλα αυτά «βαστάτε».
Αν με τα πλήθη να μιλάς μπορείς και να κρατάς την αρετή σου,
με βασιλιάδες να γυρνάς, δίχως απ’ τους μικρούς να ξεμακρύνεις.
Αν μήτε φίλοι, μήτ’ εχθροί μπορούνε πιά ποτέ να σε πειράξουν,
όλο τον κόσμο αν αγαπάς, μα και ποτέ παρά πολύ κανένα.
Αν του θυμού σου τις στιγμές, που φαίνεται αδυσώπητη η ψυχή σου,
μπορείς ν’ αφήσεις να διαβούν την πρώτη ξαναβρίσκοντας γαλήνη,
δική σου θάναι τότε η Γη, μ’ όλα και μ’ ό,τι πάνω της κι’ αν έχει
και κάτι ακόμα πιο πολύ: Άντρας αληθινός θάσαι, παιδί μου.