Κ υ ρ ι ά κ ο ς Α. Κ υ τ ο ύ δ η ς
Σαν ξυλάρμενο είμαι καράβι
με δίχως πανιά και με δίχως κατάρτια
και τα ξάρτια, σπασμένα ρημάδια
και αφήσαν σημάδια
στην καρδιά,
στην ψυχή και στα όνειρα.
Αχ και να ‘ξερα αλήθεια πολύ πιο νωρίς
τον πόνο που έχει η αλμύρα
η λήθη στα όνειρα που έχει
απλά όταν δεν σε προσέχει κανείς ουρανός
και κανένας Θεός μια αγάπη για σένα δεν έχει
κι είναι τόσο απλό…
πώς να δώσεις αυτό που δεν έχεις
πώς να πεις πως δεν αντέχεις
τον πόνο, τη θλίψη, ακόμα και την προσμονή
όταν,
όταν πια δεν γνωρίζεις κείνες τις λέξεις
και πως να επιλέξεις αλήθεια
από πού θα ζητήσεις βοήθεια
κι είναι τόσο απλό…
εγώ,
εγώ το λάθος
εγώ το πάθος
εγώ η λήθη
εγώ το εγώ.
.