Gianni Potamussis
Στο πρόσωπό σου το δάκρυ κουράστηκε να κυλά.
Σε μιά γωνιά κρυφοκοιτάς χαρές που δεν σου ανήκουν, ο χρόνος σε κυνηγά.
Έτσι τελειώνει σε ένα παράθυρο καρφωμένος, μελαγχολικός θεατής παραστάσεων σε ευτυχίες άπιαστες.
Πόσες αναβολές για ταξίδια με βαλίτσες έτοιμες… άδειες μια αιωνιότητα.
Αυτός ο πόνος, που δεν ξέρεις τι είναι, μόνο αυτός δεν θα σε εγκαταλείψει, αυτός μόνο.
Δεν έχει θαύματα τώρα πια.
Θα σου έδινα τα μάτια μου για να δεις, ό,τι δεν βλέπεις, μισοδαγκωμένα κομμάτια ευτυχία, φτάνει να μου ζωγράφιζες μερικά χαμόγελα.
Να σου λέω “Ναι”, πάντα “Ναι”… για να σε μάθω να ανοίγεις φτερά, να σε καταφέρω να πετάξεις.
Να σε δώ να γελάς, να σε δώ να τρέχεις, να σε δώ να πετάς.
Ξέχνα, υπάρχουν και αυτοί που ξεχνούν, αυτοί που μπορούν να ξεχνούν.
Και μετά σιωπή και μετά εκκωφαντικές σιωπές.
Είναι τόσο όμορφο να σε σφίγγω, να σου ψιθυρίζω “μην παραδίνεσαι”.
Πόση ζωή μαζεύτηκε σ΄ αυτό το μέρος που κανείς δεν ξέρει, γεμάτο όνειρα .
Κράτα, κράτα τα όνειρα σου, σε ικετεύω μην τα αφήσεις να χαθούν, μην τους στερήσεις ούτε μια σταγόνα αγάπης… δικής σου αγάπης.
Αστέρια σβηστά θα λάμψουν για να δώσουν νόημα στον ουρανό σου.
Οι άνθρωποι δεν λάμπουν αν δεν είναι αστέρια.
Εμείς είμαστε “οι ακατάλληλοι” γιατί δεν ξεχνάμε.
Υπάρχουν άνθρωποι που ξεχνούν και τα πιο όμορφα, τα πιο υπέροχα, ακόμα και τις… Κυριακές.
Και μετά σιωπή… και μετά εκκωφαντικές σιωπές.