Οδυσσέας Ελύτης
Λοιπόν, εβρέθηκε ο χρυσός της λιόριζας να ‘χει σταλάξει στα φύλλα
της καρδίας του.
Κι από τις τόσες φορές οπού ξαγρύπνησε, σιμά στο κηροπήγιο, καρ-
τερώντας τα χαράματα, μια πυράδα παράξενη του ‘χε αρπάξει τα
σωθικά.
Λίγο πιο κάτω από το δέρμα, η κυανωπή γραμμή του ορίζοντα έντονα
χρωματισμένη. Και άφθονα ίχνη γλαυκού μέσα στο αίμα.
Οι φωνές των πουλιών, που ‘χε σ’ ώρες μεγάλης μοναξιάς αποστηθί-
σει, φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες μαζί, τόσο που δεν εστάθη βο-
λετό να προχωρήσει σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι.
Μάλλον η πρόθεση άρκεσε για το Κακό
Που τ’ αντίκρισε -είναι φανερό- στη στάση την τρομαχτική του
αθώου. Ανοιχτά, περήφανα τα μάτια του, κι όλο το δάσος να σα-
λεύει ακόμη πάνω στον ακηλίδωτον αμφιβληστροειδή.
Στον εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μια ηχώ ουρανού καταστραμμένη.
Και μονάχα στην κόγχη από τ’ αριστερό του αυτί, λίγη, λεπτή, ψι-
λούτσικη άμμο, καθώς μέσα στα όστρακα. Οπού σημαίνει ότι
πολλές φορές είχε βαδίσει πλάι στη θάλασσα, κατάμονος, με το
μαράζι του έρωτα και τη βοή του άνεμου.
Όσο γι’ αυτά τα ψήγματα φωτιάς πάνω στην ήβη, δείχνουν ότι στ’ α-
λήθεια πήγαινε ώρες πολλές μπροστά, κάθε φορά οπού έσμιγε
γυναίκα.
Θα ‘χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος.