Κατερίνα Αγελλάκη – Ρουκ
Η ποίηση μ’ οδήγησε σωστά
ίσια καταπάνω σου
μ’ ένα σκοτάδι ολόγιομο
σαν αστραπή να με στραβώνει.
Δε λάθευα ποτέ
γιατί οι λέξεις έρχονταν
μέσ’ απ’ την αναίσχυντη
απόγνωση
της άστατης αφής σου
και το τσόφλι της γνώσης
έσπαζε με κρακ
στο τοιχάκι του θώρακα
από μέσα.
Χωμένη στα ρήματα
πρόβλεπα τις κινήσεις σου
πριν τις ολοκληρώσεις στον αέρα,
ενώ το θείο επίθετο
διάλεγε τα χρώματα
πριν τα φορέσεις.
Α! Τι ωραία που ήταν τότε
σαν μου’λειπες
κι ήσουν παρών στο ποίημα πάντα
που σ’ έφτιαχνα
και μ’ έφτιαχνες
αιώνια λυπημένη!
Όμως η ποίηση το αισθάνεται
σαν πας να την κουράσεις
σαν η συγκίνηση σκληραίνει
από το πάθος
και γίνεται μαστίγιο
και πονάει.
Αποσύρεται τότε το ποίημα
από τα άβολα καθίσματα
της θλίψης
και μένω μόνη με τη φοβερή παρέα:
το άφωνο αντικείμενο
ή το στιλπνο σου βλέμμα
με τα λίγα κρεατάκια
που σκεπάζουν την έρημο
της ψυχής σου
τους αστραγάλους σου παλιά
αστραφτερά σημάδια αναφοράς
των ποιητών τη νύχτα.