Μήτσος Παπανικολάου
Μέσα στην βουή του δρόμου
ήταν να βρω το όνειρο μου,
να το βρω και να το χάσω
κι ούτε πια που θα το φτάσω.
Μια στιγμή πέρασε μπρος μου
κι ήταν η χαρά του κόσμου,
η χαρά που μας ματώνει
σαν οι πιο μεγάλοι πόνοι.
Πέρασε όπως περνούνε
όσα δε θα ξαναρθούνε-
πουλιά που χουν φτερουγίσει
σύννεφα μέσα στη δύση.
Κι άφησε στο πέρασμά του
-πέρασμα ζωής, θανάτου-
στην καρδιά μου σα σφραγίδα
ώ… την πεθαμένη ελπίδα.
Μια ελπίδα πεθαμένη
που μας ζει και μας πεθαίνει
κι όλα μας τραβάει δω κάτου
ως την πόρτα του θανάτου.
Όνειρο γλυκό και ξένο
και παντοτινά χαμένο
σε κρατώ στο νου μου ακόμα
σαν τριαντάφυλλο στο στόμα.
Όταν πέρασες με πήρες
κι όλες μου άνοιξες τις θύρες
με το μαγικό κλειδί σου
του χαμένου παραδείσου.