J o r g e L u i s B o r g e s
Ο Δίας ο ίδιος δε θα μπορούσε να ξεμπλέξει
τα δίχτυα αυτά της πέτρας που με ζώνουν.
Λησμόνησα τους άντρες που προϋπήρξα∙
τη μισητή των μονότονων τοίχων διαδρομή ακολουθώ,
που ‘ναι η μοίρα μου. Στοές ευθείες
που καμπυλώνουνε κρυφά φτιάχνοντας κύκλους μυστικούς
στην εσχατιά του χρόνου.
Στηθαία σημαδεμένα απ’ του χρόνου το αποτύπωμα.
Στην ωχρή σκόνη επάνω αποκρυπτογραφώ
τα ίχνη που φοβάμαι.
Μές στις κοιλότητες ο εσπερινός αέρας
φέρνει ξέπνοο ένα μουγκρητό
ή την ηχώ ενός μουγκρητού απελπισμένου.
Ξέρω πως μέσα στις σκιές παραμονεύει ο Άλλος, που ή μοίρα του προστάζει
να βάλει τέρμα στις μεγάλες μοναξιές που υφαίνει και ξυφαίνει αυτός ο Άδης,
να λαχταράει το αίμα μου και να τραφεί απ’ το θάνατό μου.
Γυρεύουμε ο ένας τον άλλο. Ας ήτανε ετούτη εδώ
η τελευταία της προσμονής μας μέρα.