Carmine Vitale
Μερικές φορές μου μένει στο λαιμό ένα τραύλισμα
που δεν θα ’ξερα να ξεκολλήσω ούτε με τα χέρια –
κι έτσι για λίγη ώρα σταματάω να μιλώ.
Με κάνει να σκέφτομαι όσους χαθήκαν ανάμεσα στα ηφαίστεια,
αφήνοντας να πέφτουν οι λέξεις σαν χιόνι,
σα να ήσαν δάκρυα ενός μωρού.
Έτσι, μεταξύ υποσχέσεων ενός αγγέλου κι εκείνων του Σατανά
ήρθε στο νου μου ένα απομεσήμερο στο Μπομπούρ
μία από εκείνες τις ημέρες που μοιάζουν να έχουν κάτι
στο μπαλκόνι ενός από τα σπίτια που βλέπουν στην πλατεία·
ένας νεαρός παίζει κιθάρα και τραγουδάει δυνατά,
είμαστε εδώ μια βδομάδα και τέσσερις μέρες
με τον έρωτά μας που χάνεται μες στα αμυδρά χρώματα του
Φράντισεκ Κούπκα,
σα να ήταν η πρώτη μέρα
(ε, ναι!) μία από εκείνες τις ημέρες που έχουν κάτι.
Τώρα καθόμαστε οι δυο μας στη γωνιά ενός δρομάκου,
μας σερβίρουν μια μπριζολίτσα κι ένα μισόλιτρο κόκκινο.
Οτιδήποτε θα μπορούσε να συμβεί
και ίσως κάτι έχει κιόλας συμβεί.
Ένας σκύλος περνά και δεκάρα δεν δίνει για μας,
αναρωτιέμαι ακόμα πού να πήγε,
πού να κοιμήθηκε
αν είναι ακόμα ζωντανός·
είμαι σίγουρος ότι θα μας αναγνώριζε μια μέρα με λιακάδα,
παρά τις άτολμες σκέψεις
και την πετυχημένη ζωή·
άλλωστε προς το Βορρά σκοτεινιάζει όλο και πιο αργά.
Μου το ’πες κατά μήκος του Σηκουάνα,
το νερό γυαλοκοπούσε κάτω από τα σύννεφα
κι όπως όλα τα πράγματα που έχουν κάτι,
αν κι έχω ένα κόμπο στο λαιμό,
για εκείνη την πολύ μακρινή μέρα
υπάρχει ένα μικρό μερτικό αγάπης που με κοιτά στα μάτια
και μου λέει: «υπάρχει κάτι σε αυτά τα ποιήματα,
είναι ποιήματα που έχουν κάτι»,
και ύστερα χαμογελά.