Ο αντισυμβατικός ποιητής των Doors με τους μνημειώδεις στίχους!
Πρώτα επαναστατικά χρόνια
Ο Τζέιμς «Τζιμ» Ντάγκλας Μόρισον γεννιέται στις 8 Δεκεμβρίου 1943 στη Μελβούρνη της Φλόριντα, με τον πατέρα του να υπηρετεί στο Ναυτικό και να φτάνει αργότερα στον βαθμό του υποναύαρχου και τη μητέρα του να ασχολείται με τα οικιακά. Ο υποναύαρχος Μόρισον ήταν επίσης και ερασιτέχνης πιανίστας, με τα πάρτι στην οικία τους να συγκεντρώνουν κόσμο γύρω από το πιάνο. Ο Τζιμ είχε δύο μικρότερα αδέλφια, την Άνν Ρόμπιν και τον Άντριου «Άντι» Λι.
Ως παιδί ήταν υπάκουος και ιδιαίτερα έξυπνος, θριαμβεύοντας στις σχολικές υποχρεώσεις και διαβάζοντας ό,τι έπεφτε στα χέρια του. Ταυτόχρονα, έγραφε και ζωγράφιζε, δείχνοντας κλίση στις καλές τέχνες. Εξαιτίας της στρατιωτικής φύσης της πατρικής εργασίας, η οικογένεια μετακινείται συχνά στα πρώτα αυτά χρόνια του Μόρισον: από τη Φλόριντα στην Καλιφόρνια και κατόπιν στη Βιρτζίνια, όπου και θα ολοκληρώσει ο Τζιμ τη βασική εκπαίδευση.
Η εφηβεία του ήταν ωστόσο ιδιαίτερα ταραγμένη, με τον έφηβο Μόρισον να εξεγείρεται κατά της αυστηρής πατρικής πειθαρχίας και να ανακαλύπτει από νωρίς το αλκοόλ και τις γυναίκες: κάθε μορφής εξουσία τίθεται στο στόχαστρο του Τζιμ, τόσο στην προσωπική του ζωή όσο και στα γραπτά του. Παραμένει ωστόσο καλός μαθητής, αδηφάγος αναγνώστης και κρατά λεπτομερειακό ημερολόγιο. Όταν μάλιστα τελειώνει το σχολείο, ζητά από τους γονείς του ως δώρο αποφοίτησης τα άπαντα του Νίτσε, γεγονός που φανερώνει τόσο την επαναστατική του φύση όσο και την αναγνωστική του δεινότητα.
Ο Μόρισον επιστρέφει την εποχή αυτή στη Φλόριντα για να φοιτήσει στο τοπικό Πολιτειακό Πανεπιστήμιο, μπήκε ωστόσο γρήγορα στη «μαύρη λίστα» της πρυτανείας και των αστυνομικών αρχών (συνελήφθη για φάρσα που οργάνωσε στο πανεπιστήμιο), ήδη από τον πρώτο χρόνο του εκεί, γι’ αυτό και αποφασίζει να μετακομίσει στο Λος Άντζελες για να σπουδάσει κινηματογράφο στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια.
Το νεότατο την εποχή αυτή ακαδημαϊκό πεδίο των σπουδών κινηματογράφου ήταν απόλυτα συμβατό με την επαναστατική φύση του Μόρισον: «Δεν υπάρχουν ειδικοί», θα πει για το κινηματογραφικό του ενδιαφέρον, «οπότε, θεωρητικά, κάθε φοιτητής ξέρει όσα σχεδόν και κάθε καθηγητής!». Σπουδάζοντας σινεμά στο UCLA, αναπτύσσει παράλληλα ενδιαφέρον και για την ποίηση, με τον ίδιο να αφοσιώνεται στα γραπτά του Ουίλιαμ Μπλέικ και των συγχρόνων του μπιτ λογοτεχνών, όπως του Γκίνσμπεργκ και του Κέρουακ, την ίδια στιγμή που γράφει και τα δικά του ποιήματα.
Παρά την καλλιτεχνική του φύση, ο Μόρισον χάνει γρήγορα το ενδιαφέρον του για την ακαδημαϊκή ενασχόληση με τον κινηματογράφο και θα εγκατέλειπε ευχαρίστως το πανεπιστήμιο αν δεν ανησυχούσε πως θα τον έστελναν στον Πόλεμο του Βιετνάμ. Παίρνει λοιπόν το πτυχίο του το 1965 μόνο και μόνο γιατί -κατά δήλωσή του- «δεν ήθελα να πάω στον στρατό και δεν ήθελα να βρω δουλειά, αυτή είναι η καταραμένη αλήθεια». Δημιουργεί ωστόσο μερικά ταινιάκια μικρού μήκους για τις ακαδημαϊκές ανάγκες…
Η γέννηση των Doors
Το καλοκαίρι του 1965, αφού αποφοίτησε από το UCLA, ο Μόρισον ζούσε μποέμικη ζωή στην παραλία της Venice Beach, μένοντας στο διαμέρισμα (στην ταράτσα δηλαδή!) του συμφοιτητή του Dennis Jakobs. Σύμφωνα με τον φίλο του, την περνούσε μόνο με κονσερβοποιήμενα φασόλια και LSD για πολλούς μήνες, με τον ίδιο να χάνει πολλά κιλά. Ταυτοχρόνως όμως γράφει τους στίχους για πολλά τραγούδια που θα γίνονταν κατόπιν μνημειώδεις επιτυχίες, όπως το «Moonlight Drive» και το «Hello, I Love you»…
«Οι Πύλες της Αντίληψης» (The Doors of Perception), έναν υπαινιγμό του συγγραφέα για το ξεκλείδωμα των αντιληπτικών δομών με τη βοήθεια των ψυχεδελικών ναρκωτικών. Τα υπόλοιπα ωστόσο ανήκουν στην ιστορία του ροκ…Η Elektra Records υπόγραψε συμβόλαιο με τους Doors το 1966, και τον Ιανουάριο του 1967 η μπάντα κυκλοφορεί τον ομότιτλο δίσκο της. Το πρώτο σινγκλάκι τους ωστόσο «Break on Through (To the Other Side)» δεν σημειώνει την αναμενόμενη επιτυχία, παρά το γεγονός ότι αργότερα θα γινόταν κλασικός ύμνος της ροκ!
Το δεύτερο όμως σινγκλ τους, το «Light My Fire», θα εκτόξευε το συγκρότημα στα ύψη του ροκ σύμπαντος, σκαρφαλώνοντας σύντομα στην πρώτη θέση του Billboard Hot 100 Singles Chart τον Ιούνιο! Οι Doors και ο Μόρισον ειδικά θα γίνονταν διαβόητοι λίγο αργότερα εκείνη τη χρονιά, όταν παρουσίασαν το κομμάτι ζωντανά στην τηλεόραση, στο «The Ed Sullivan Show»: λόγω της ξεκάθαρης αναφοράς στα ναρκωτικά του στίχου «girl we couldn’t get much higher», ο Μόρισον είχε συμφωνήσει να μην τον τραγουδήσει στον αέρα, όταν ωστόσο οι κάμερες άρχισαν να γράφουν το βροντοφώναξε, προκαλώντας τα χρηστά ήθη της εποχής και «τσιμεντάροντας» το καθεστώς του ως αντισυμβατικός και ανατρεπτικός ήρωας της ροκ. Το «Light My Fire» παραμένει το πλέον δημοφιλές τραγούδι της μπάντας, το οποίο μάλιστα φιγουράρει σε κάθε σοβαρή λίστα με τα καλύτερα ροκ κομμάτια που γράφτηκαν ποτέ…
Συνδυάζοντας τους «σκοτεινούς» ποιητικούς στίχους του Μόρισον και τη μαγνητική σκηνική του παρουσία με τους ιδιαίτερους και σχεδόν ψυχεδελικούς ροκ ήχους των Doors, το συγκρότημα θα κυκλοφορήσει στα επόμενα χρόνια μια σειρά από εμβληματικά για την ιστορία του ροκ άλμπουμ και θα γίνει συνώνυμο της πορείας της ροκ μουσικής.
Τον Δεκέμβριο του 1967 κυκλοφορεί το δεύτερο άλμπουμ τους «Strange Days», με τα κομμάτια «Love Me Two Times», «People are Strange» και «When the Music’s Over» να γίνονται παγκόσμιες επιτυχίες.
Λίγους μήνες αργότερα, το 1968, είναι η σειρά για τον τρίτο τους δίσκο, το «Waiting for the Sun», που γίνεται επίσης κλασικός για τη ροκ σκηνή, περιλαμβάνοντας τα σπουδαία κομμάτια «Hello, I Love You», «Love Street» και «Five to One».
Στα επόμενα τρία χρόνια, οι Doors θα σημάδευαν αμετάκλητα τη ροκ, τόσο με τις ζωντανές εμφανίσεις τους όσο και με τους τρεις επόμενους -και πρωτοποριακούς- δίσκους τους, «The Soft Parade» (1969), «Morrison Hotel» (1970) και «L.A. Woman» (1971), μπολιάζοντας το κλασικό ροκ με νέα ακούσματα.
Στη βραχύβια -αν και ολοκληρωτική- ωστόσο κυριαρχία της μπάντας στη ροκ σκηνή, τόσο η προσωπική ζωή όσο και η δημόσια περσόνα του Μόρισον θα κλιμακώνονταν και σύντομα θα ξέφευγαν από κάθε έννοια ελέγχου: ο αλκοολισμός του και η κατάχρηση ναρκωτικών θα χειροτέρευαν, καταλήγοντας σε ξεσπάσματα βίας πάνω στη σκηνή, που θα προκαλούσαν τη μήνη της αστυνομίας αλλά και των ιδιοκτητών νυχτερινών κέντρων σε όλες τις ΗΠΑ. Οι σκηνικές επιθέσεις του Μόρισον θα έμεναν μνημειώδεις στην ιστορία του ροκ, κάνοντάς τον οικουμενικό σύμβολο μιας ρέμπελης και αχαλίνωτης ζωής…
Ταραγμένες εποχές και μυστηριώδης θάνατος
Ο Μόρισον πέρασε όλη σχεδόν τη σύντομη ενήλικη ζωή του στο πλευρό της Pamela Courson, παρά τον βραχύβιο γάμο του το 1970 με τη μουσική συντάκτρια Patricia Kennealy, την οποία παντρεύτηκε σε μια κέλτικη παγανιστική τελετή. Στη διαθήκη του μάλιστα άφησε τα πάντα στην Courson, την οποία αποκαλούσε κοινώς τη μόνη νόμιμη σύζυγό του.
Παρά τις σταθερές του σχέσεις με τις Courson και Kennealy ωστόσο, ο Μόρισον ήταν διαβόητος γυναικάς, με την «αντάρτικη» φήμη του να τον κάνει ακαταμάχητο στο ασθενές φύλο. Η χρήση ναρκωτικών, το βίαιο πλέον ταμπεραμέντο του και οι απιστίες του θα κατέληγαν βέβαια στην τραγωδία του New Haven του Κονέκτικατ: μεθυσμένος και «φτιαγμένος», ο Μόρισον διαπληκτίζεται με την αστυνομία στα παρασκήνια πριν από τη συναυλία και ορμά κατόπιν στη σκηνή, εκφωνώντας ένα πύρινο και βλάσφημο υβρεολόγιο κατά της εξουσίας, που θα πυροδοτούσε ταραχές και θα οδηγούσε στη σύλληψή του.
Ήταν η αρχή του τέλους των Doors. Ο Μόρισον συνέχισε να λειτουργεί αχαλίνωτα στη σκηνή, με την αστυνομία να παρακολουθεί πλέον στενά τις εμφανίσεις του γκρουπ και να είναι πάντα έτοιμη να συλλάβει τον frontman της μπάντας, ο οποίος συχνά-πυκνά έδινε αφορμές για εφόδους των Αρχών: υποκίνηση σε ταραχές, άσεμνες συμπεριφορές κ.ά.
Σε μια ύστατη προσπάθεια να ηρεμήσει και να βάλει τη ζωή του σε τάξη, ο Μόρισον παίρνει «άδεια» από το συγκρότημα την άνοιξη του 1971 και μετακομίζει στο Παρίσι με την Courson. Συνέχισε ωστόσο να μαστίζεται από κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών και περιόδους μελαγχολίας, και στις 3 Ιουλίου 1971 η Courson τον βρίσκει νεκρό στην μπανιέρα του διαμερίσματός τους, πιθανότατα από ανακοπή. Καθώς οι γαλλικές Αρχές δεν βρήκαν ίχνη που να κινούν άλλου τύπου υπόνοιες, δεν έγινε ποτέ αυτοψία στο πτώμα του, πυροδοτώντας φυσικά την ατέλειωτη σειρά εικασιών και θεωριών συνωμοσίας για τα αίτια του θανάτου του.
Ο Τζιμ Μόρισον παραμένει ένας από τους θρυλικότερους ροκ αστέρες της Ιστορίας, περισσότερο όμως ήταν ένας αληθινός ποιητής της μουσικής: ο προικισμένος στιχουργός με τις ποιητικές ωδές στην εξέγερση, που θα γίνονταν μουσική από το συγκρότημά του, έμελλε να εμπνεύσει μια ολόκληρη γενιά «οργισμένων νιάτων», που βρήκαν στα λόγια και τη φωνή του μια εύγλωττη και κομψή διάρθρωση των ελπίδων αλλά και των απογοητεύσεών τους.
Και ο τραγικός και πρόωρος χαμός του είναι σίγουρο ότι στέρησε τον κόσμο από μοναδικές μελωδίες και ακόμα μοναδικότερους στίχους που θα έπαιρνε για πάντα μαζί του. Ο σκοπός του άλλωστε ως τραγουδιστής και τραγουδοποιός δεν ήταν άλλος από το να απελευθερώσει τα μυαλά αυτών που άκουγαν τα λόγια του, ενθαρρύνοντάς τους να αφήσουν πίσω το παλιό και να ανοιχτούν με αποφασιστικότητα στο νέο. Όπως άλλωστε το έθετε και ο ίδιος, παραφράζοντας τον Χάξλεϊ (που κι εκείνος με τη σειρά του παράφρασε τον Ουίλιαμ Μπλέικ), «υπάρχουν πράγματα γνωστά, υπάρχουν πράγματα άγνωστα, και ανάμεσα είναι οι Doors»…