Πετάμε συχνά στην Ελλάδα ως κατηγορία τον όρο “λαϊκιστής”. Ή – ακόμα χειρότερα σαν ρήμα – “αυτός ο πολιτικός λαϊκίζει”. Δηλαδή δεν είναι συνέχεια λαϊκιστής, απλά τώρα τελευταία λαϊκίζει. Επειδή δεν μου αρέσει η θέση ή το επιχείρημά του προσπαθώ να τον μειώσω ολόκληρο. Ας το δούμε λογικά όμως:
1. Να μιλάει κανείς ή να μην μιλά; Πρώτη απόφαση για οποιονδήποτε ασχολείται με τα κοινά. Προφανώς πιο ασφαλές να μην μιλά, αλλά τότε τι ρόλο έχει ακριβώς; Ειδικά αν δεν είναι σε θέση εξουσίας.
2. Να τα λέει συμβατικά ή να λέει και να κάνει πράγματα πιο ασυνήθιστα; Εκτός αν έχει “δόντι” στα ΜΜΕ, με συμβατικές δηλώσεις το πιο πιθανό είναι να μην ακουστεί καν.
3. Αν λέει ασυνήθιστα πράγματα, να είναι από αυτά που αρέσουν στον κόσμο ή όχι; Κάπου εδώ μπαίνει η έννοια του “λαϊκιστή”.
Διαβάζω στην Βικιπαιδεία ότι “Ο λαϊκισμός ως μία μορφή πολιτικής ιδεολογίας αντιπαραβάλει τα συμφέροντα και τις επιθυμίες της μάζας του λαού ενάντια στις ελίτ.” Αυτό πια δεν ισχύει. Δηλαδή ο περισσότερος κόσμος δεν χρησιμοποιεί έτσι την λέξη. Αντιθέτως όταν λέμε “λαϊκίζει” ένας πολιτικός, εννοούμε ότι λέει πράγματα τα οποία θεωρούμε ότι δεν τα πιστεύει, αλλά τα λέει απλά επειδή θα αρέσουν στον λαό. Παντελώς παράλογη τοποθέτηση:
1. Αν τα λέει και δεν τα πιστεύει, αλλά αρέσουν σε πολλούς, καλά κάνει και τα λέει! Η Δημοκρατία χρειάζεται να ακούγονται όλες οι απόψεις, πόσο μάλλον αν τις πιστεύουν πολλοί.
2. Αν τα λέει και δεν τα πιστεύει, και λίγοι θεωρούν ότι είναι εφαρμόσιμα πράγματα, πάλι καλά κάνει και τα λέει. Το πρόβλημά μας είναι μάλλον ότι δεν πιστεύουμε ότι μπορεί να γίνουν ποτέ σωστά πράγματα σε αυτήν την χώρα.
3. Αν τα λέει και τα πιστεύει, αλλά δεν έχει μπει ποτέ σε θέση εξουσίας για να προσπαθήσει να τα εφαρμόσει, πάλι καλά κάνει και τα λέει. Μπορεί να επηρεάσει τον δημόσιο διάλογο ή να φέρει έτσι όσους ασκούν εξουσία πιο κοντά σε αυτό που θέλει “ο λαός” ή – έστω – μερίδα του πληθυσμού.
Όπως και να το δεις, είναι ασύμβατο με την Δημοκρατία να κατακρίνουμε όσους λένε πράγματα τα οποία πιστεύει μερίδα του πληθυσμού. Ασχοληθείτε όσο θέλετε με τις θέσεις, αφήστε στην άκρη ποιος τις λέει, πότε και πως. Ακόμα και η Χρυσή Αυγή ή το ΚΚΕ, κόμματα τα οποία εξ’ορισμού κηρύσσουν ιδέες μη συμβατές με την Δημοκρατία, πρέπει να μπορούν να τις εκφράζουν ελεύθερα. Αν “λαϊκίζουν” αυτό θα φανεί στα εκλογικά
τους ποσοστά. Και αν πετύχουν ποσοστά τα οποία θα τα οδηγήσουν στην εξουσία, η δημοκρατική θέση θα είναι να τους το επιτρέψουμε.
Η σνομπαρία όμως μπαίνει στην όλη συζήτηση επειδή θεωρούμε ότι “ο λαός” είναι ανόητος, ευμετάβλητος, θύμα λαοπλάνων και γενικά εύκολος σαν όχλος να παρασυρθεί. Και πάλι δεν φταίει ο “λαϊκιστής” πολιτικός όμως. Αν δεν μπορείτε να εξηγήσετε τις θέσεις σας με κατανοητό τρόπο, αν δεν μπορείτε να ανεβάσετε το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης, δεν φταίει αυτός που το εκμεταλλεύεται παρά μόνο αν δεν υπάρχουν επαρκείς μηχανισμοί. O πιο απλός τέτοιος μηχανισμός εντός Δημοκρατικών θεσμών, είναι να δώσουμε περιορισμένη εξουσία (θέση σε δημοτικό συμβούλιο, στην περιφέρεια, υπουργείο) σε τέτοια “λαϊκιστικα” κόμματα ή πολιτικούς και να τα δούμε αν μπορούν να εφαρμόσουν οτιδήποτε από όσα τόσο εύκολα λένε στα λόγια.