Με ξύπνησες νωρίς εκείνη την ημέρα Δάσκαλε. Ίσα που φαινόντουσαν οι πρώτες ακτίνες ήλιου πάνω απ’ το βουνό – ίσα που άρχισε να ζεσταινόταν η γη με το πρώτα ζεστό άγγιγμα του πρωινού. Είχε μια ονειρική σιγή και μια τόσο απαλή ομίχλη που αιωρούνταν σαν την αυλαία ενός παλιού, αρχοντικού, θεάτρου. Σαν σε λίγα λεπτά θα τραβούσαν το ασημένιο πέπλο και θα ξεκινούσε η παράσταση και η μαγεία. Έτριψα τον ύπνο απ’ τα μάτια μου και σε είδα πάνω από μια χόβολη να μας φτιάχνεις καφέ. Τα μακριά κοκαλιάρικα σου δάχτυλα έστριβαν το κουτάλι γύρω-γύρω, σήκωσες το βλέμμα, και μου χαμογέλασες πίσω απ’ το παχύ σου μουστάκι. Δεν μου μίλησες, πάρα μόνο έβαλες το ρόφημα σε δυο μικρά ποτηράκια του καφέ και μου πρόσεφερες τον έναν.
Απολαύσαμε τον καφέ παρέα με την απόλυτη σιωπή, γύρω μας, ανάμέσα μας. Αλλά εγώ ήξερα, πλέον, το μάθημα αυτό: κάποιοι άνθρωποι μιλάνε τόμοι ολόκληροι για να γεμίσουν το κενό μιας σιωπής – μα οι πιο ουσιαστικοί διάλογοι μιλάνε ακόμα και μουγκά.
Σιωπηλά λοιπόν, μου είπες ότι θα κάνουμε ένα ταξίδι. Όχι σαν αυτά τα ταξίδια, μου είπες, που κάναμε κάποτε κι ‘γω κι ‘συ. Ετούτο εδώ θα ήταν ταξίδι της ψυχής. Πιο κουραστικό από το ταξίδι του σώματος. Θα αντέξεις;
— Και ας μην αντέξω; Πήγαινε με εκεί που δεν αντέχω, σου είπα, και απ’ όπου αντέχω πάρε με!
Φόρτωσες στην πλάτη μου έναν σάκο, και σε έβλεπα με περιέργεια ενώ μάζευες μεγάλες πέτρες και τις έβαζες μια-μια στον σάκο. Πάμε, μου είπες, και ξεκινήσαμε.
Ο ήλιος άρχισε γρήγορα να καίει, και ο σάκος γρήγορα να βαραίνει. Εσύ έτρεχες σαν κατσίκι, πηδούσες απ΄το ένα κατσάβραχο στο άλλο και έσπρωχνες με μια μαγκούρα τις πέτρες ζερβά-δεξιά. Σκούπιζα το μέτωπο μου, μέχρι να σε φτάσω έσταζα ολόκληρος απ’ τον ιδρώτα. Έβηξες απαλά να καθαρίσεις τον λαιμό σου, και μου μίλησες:
— Δύσκολο πράγμα να κινείσαι όταν κουβαλάς τόσο βάρος, σωστά;
Δεν μπορούσα να σου απαντήσω, και έγνεψα ναι με το κεφάλι. Έγνεψες και εσύ το κεφάλι πιο απαλά, πιο σιγά. Σήκωσες τα χοντρά σου φρύδια και άνοιξες τον σάκο. Μου έδωσες μια πέτρα να κρατώ και την δεύτερη την κρατούσες εσύ. Με κοίταξες στα μάτια.
— Ποίος είσαι; με ρώτησες.
— Ποίος είμαι; απάντησα με απορία, είμαι εγώ!
Έβαλες και την δεύτερη πέτρα στην αγκαλιά μου. Πονούσαν τα χέρια μου, η πλάτη μου.
— Και ποίος, λοιπόν, είσαι εσύ;
Ποίος ήμουν εγώ; Εγώ; Αυτό το σταυροδρόμι νερού και γης – φωτιά και αέρα. Τι απ’ όλα αυτά ήμουν εγώ; Πως θα έφερνα όλα αυτά τα στοιχεία μαζί; Πως θα ένωνα τόσο ασύμμετρα κομμάτια;
— Δεν ξέρω! φώναξα με αγανάκτηση.
— Είσαι όλα τα κομμάτια σου – και τίποτα απ’ αυτά, απάντησες με ηρεμία. Είσαι κάθε τέλος της ιστορίας σου, και κάθε αρχής. Είσαι γεμάτος με τρύπες, και κενός με τάπες. Είσαι ένα τίποτα που κρύβει μέσα του ένα σύμπαν.
Πήρες μια-μια τις πέτρες απ’ τα χέρια μου και τα πέταξες μακριά. Συνεχίσαμε μαζί την κάθοδο. Φύγαμε από το βουνό και κατεβήκαμε στο φαράγγι. Κόκκινοι οι τοίχοι, πέτρα και χώμα σκληρό και καμένο. Η ζέστη είχε γίνει ασφυχτική και αφόρητη. Σταμάτησες δίπλα σε έναν τοίχο που περνούσε από δίπλα του ένας δροσερός αέρας. Κόκκινες γραμμές σκόνης τραβιόντουσαν απ τον αέρα και αυτά το χρυσό φως του ήλιου αντιλαμπούσε στα τοιχώματα βάνωντας τους φωτιά. Με το που σε έφτασα, έβγαλες και άλλες δυο πέτρες από τον σάκο και ξανά τις φόρτωσες στην αγκαλιά μου.
— Τι θέλεις; με ρώτησες.
— Θέλω…θέλω να μάθω την αλήθεια;
— Ποία αλήθεια;
— Θέλω να μάθω αν οι άνθρωποι παίρνουν αυτό που τους αξίζουν…
Ενώ μιλούσα έπαιρνες μικρές κούφιες πέτρες, και τις έτριβες και τις έκανες άμμο και άφηνες την άμμο να πέφτει σκόρπια και να την παρασέρνει το μελτέμι.
— Θέλω να μάθω την αλήθεια. Θέλω να ξέρω τι γίνεται, τι θα γίνει. Θέλω να ξέρω γιατί γίνεται αυτό που γίνεται.
Και εσύ δεν σταματούσες να τρίβεις τις πέτρες και να μαζεύεται η άμμος στα πόδια σου. Άρχισες να μιλάς απαλά. Θέλω, θέλω, θέλω…έλεγες ξανά και ξανά. Σε κάποια στιγμή είχε μαζευτεί η άμμος, είχε καλύψει τα παπούτσια σου. Έδειξες τα πόδια σου.
— Θέλω τα πάντα, είπες δείχνοντας.
Τίναξες άξαφνα τα πόδια σου, και κλότσησες την άμμο παντού και σκόρπισε στον αέρα.
— Δεν θέλω τίποτα, τελείωσες.
Πήρες τις επόμενες δυο πέτρες και τις πέταξες και αυτές. Έφυγες πάλι, κατεβαίνοντας πιο γρήγορα το φαράγγι, αλλά πλέον ο σάκος είχε ελαφρύνει και δεν ήμουν και τόσο πιο πίσω σου πλέον. Κατεβαίνοντας με φόρα, σκόνταψα και έσκασα στο έδαφος στο πιο σκιερό και απόμακρο κομμάτι του φαραγγιού. Οι δυο τελευταίες πέτρες πετάχτηκαν με βία από τον σάκο. Μου άπλωσες πρώτα το χέρι, και με σήκωσες έτσι γκρεμοτσακισμένος που ήμουν, και με βοήθησες να σταθώ στα πόδια μου. Είχαν κοπεί τα χέρια μου, οι αγκώνες μου, τα γένια μου είχαν γεμίσει σκόνη. Έπειτα σήκωσες τις δυο τελευταίες πέτρες και τις ακούμπησες στα χέρια μου. Δεν πονούσε τόσο η πλάτη μου πλέον. Σήκωσα το βλέμμα μου, πίσω και πάνω από τον ώμο σου, και το μάτι μου έπεσε στο απόλυτο μαύρο σκοτάδι. Πίσω σου ήταν ένα μαύρο σπήλαιο. Δεν φαινόταν τίποτα. Το σκοτάδι του φαινόταν σαν να κατάπινε το ίδιο το φως.
Θυμάμαι πως ένιωσα φόβο.
— Πιο εύκολο το κατέβασμα χωρίς το περίσσιο βάρος, σωστά;
Έγνεψα το κεφάλι, σιωπηλά. Ναι.
— Μένει λοιπόν μόνο μια ερώτηση παιδί μου. Τι φοβάσαι;
Κοιτούσα το σπήλαιο, το μαύρο αυτό στόμα που άνοιγε άγαρμπα και με περίμενε υπομονετικά να με φάει.
— Όλο το ταξίδι σου έχει οδηγήσει εδώ παιδί μου. Κάποτε συνταξιδιώτη είχες εμένα, άλλες στιγμές μια οικογένεια, και άλλες πάλι ταξίδευες με μια αγάπη. Μα τώρα πρέπει να προχωρήσεις μόνος σου.
— Τι θα βρω εκεί μέσα Δάσκαλε;
— Θα βρεις παιδί μου μόνο ότι κουβαλήσεις ενώ μπαίνεις σε αυτό, μου είπες ακουμπώντας με στον ώμο. Μόνο ότι φέρεις μαζί σου…
Η φωνή σου αντηχούσε και σώπασε και κατάλαβα ότι πλέον ήμουν μόνος μπροστά από το σπήλαιο. Δεν μπορώ να πω ότι δεν φοβόμουν.
Φοβόμουν πολύ.
Μα αυτές οι τελευταίες πέτρες πλέον με ενοχλούσαν. Άφησα την πρώτη σιγά-σιγά να πέσει στο έδαφος. Κοιτούσα την τελευταία πολύ ώρα.
Μόνο ότι φέρεις μαζί σου…
Ακούστηκε κρότος όπως χτύπησε η τελευταία πέτρα το έδαφος. Μια αστραπή φώτισε όλο το φαράγγι που είχε απότομα σκοτεινιάσει και άρχισε να πέφτει βροχή. Έξω από το σπήλαιο η καταιγίδα ξεσπούσε με μανία, και εγώ ήμουν ακίνητος. Μέσα στο σπήλαιο είδα δεκάδες μαύρα χέρια να με περιμένουν. Είδα σειρές από ακονισμένα δόντια να γυαλίζουν. Λάσπες οι σκόνες στα πόδια, στα γένια. Νερό παντού, και άλλη αστραπή.
Το σπήλαιο στεγνό.
Μόνο ότι φέρεις μαζί σου…
Άφησα τον άδειο σάκο στην άκρη. Ξεκούμπωσα το πουκάμισο μου, έβγαλα τα παπούτσια μου, και τα πέταξα στην άκρη. Σημάδια παντού στο στήθος μου – κανένα σημάδι στην πλάτη. Όλα από μπροστά.
Σαν και σένα Δάσκαλε. Από μακριά σε άκουσα να ψιθυρίζεις:
— Ζήσε Ελεύθερος.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και αφέθηκα στο σκοτάδι που ήρθε και με αγκάλιασε.