Με τρελαίνει όταν το κάνει αυτό. Ρωτάει κάτι και μόλις πάω να απαντήσω, ανοίγει την βρύση. Είναι ο μόνος φίλος που έχω από το ορφανοτροφείο και άνοιξε μεγάλο θέμα τώρα.
“Αν μπορούσες να σκοτώσεις μόνο ένα παιδάκι από τα χρόνια που περάσαμε στο ορφανοτροφείο, ποιο θα σκότωνες;”
Κλείνει την βρύση και με κοιτάει. Ήταν δύσκολα με τα ορφανά. Σκληρά παιδιά. Ο Κώστας όμως είναι πρακτικός άνθρωπος. Μερικές φορές κάνει ένα μειδίασμα που σημαίνει “χα! Βρήκα μια ερώτηση που έχει ψωμί!” Το κάνει όταν βαριέται νομίζω. Όταν θέλει να βάλει λίγο σάλτσα στην κατάσταση.
“Πως αισθάνεσαι Αλέκο;”
-Αισθάνομαι με το νευρικό μου σύστημα Κώστα. Το ανθρώπινο σώμα έχει έξι ή εφτά τρισεκατομμύρια νεύρα και νομίζω ότι αυτή η ερώτηση μου τα εξάπτει όλα σχεδόν ταυτόχρονα.
Όταν με πέταξε κατά λάθος ο πατέρας μου από το παράθυρο του μαιευτηρίου εξαφανίστηκε από τις τύψεις του. Η μητέρα μου έπαθε νευρικό κλονισμό. Με πήρε η Πρόνοια. Μεγάλωσα ορφανός επειδή είχα την ατυχία να πέσω σε σχετικά μαλακό διαφημιστικό για τσιγάρα. Δεν πέθανα. Η ειρωνεία είναι ότι το πακέτο στην διαφήμιση ήταν σκληρό. Ο καπνιστής που χτύπησα δεν πολυσκοτίστηκε. Προφανώς όλα ήταν λίγο στα αρχίδια του. Αλλιώς δεν θα ήταν καπνιστής φαντάζομαι.
Έτσι το τσιγάρο είναι η πρώτη μου ανάμνηση. Αν ήμουν κοτοπουλάκι ίσως να το θεωρούσα μαμά. Σε όλες τις σημαντικές στιγμές της ζωής μου βρωμούσε κάπου ένα μπαγιάτικο τασάκι. Νομίζω ότι στην Ελλάδα είναι σαν σφραγίδα, σημαία που έχουν κάπου όλες οι δημόσιες υπηρεσίες. Eθνόσημο. Αυτά τα μεγάλα γραφεία όπου πάρθηκαν όλες οι αποφάσεις για εμένα είχαν πάντα κάπου ένα τασάκι. Μερικές φορές είναι μπροστά σου και καπνίζει ακόμα ελαφρά. Ξέρεις ότι το έσβησε λίγο πριν μπεις. Υποκρισία. ‘Αλλες φορές είναι καλογυαλισμένο και πεντακάθαρο. Επειδή βέβαια έχει στο συρτάρι το άλλο που χρησιμοποιεί.
Αν το καλοσκεφτείς όλα τα τασάκια είναι ασκήσεις υποκρισίας. Μερικά είναι απλά πιατάκια ή σαν μπωλ για να αφήνεις τη στάχτη. Άλλα έχουν περίτεχνα συστήματα για να εξαφανίζουν από κοινή θέα τα αποτσίγαρα. Όπως κι αν το κάνεις όμως, ο καπνός έχει γεμίσει το δωμάτιο, έχει κάτσει στις κουρτίνες, έχει απλωθεί στον αέρα. Είναι σαν να φοράει άσπρα ρούχα η πόρνη του χωριού. Μπράβο της αν νιώθει παρθένα αλλά το γεγονός παραμένει.
Υποκριτές. Το έχουν το τασάκι “για τους άλλους” ή “από ευγένεια”. Κι εγώ να βάλω αναπτήρα στην τσέπη για τυχόν φίλους εμπρηστές που ξεμένουν τότε. “Ρε, έχω να κάψω ένα δασάκι και δεν έχω καθόλου σπίρτα, βοήθα!” Οι καλοί μου τρόποι. Θες να μάθεις Κώστα ποιον θα ήθελα να σκοτώσω από το ορφανοτροφείο λοιπόν; Το τασάκι.
Φαντάσου αν θες οποιοδήποτε ζώο να καπνίζει. Να δεις μια γάτα να τραβάει τζούρες. Τον σκύλο σου να κρατάει στο ένα πόδι στριφτό. Μια κατσίκα και στα χείλη να κρέμεται μάγκικα τσιγάρο. Να ρουφάει αργά και αισθησιακά και μετά να βγάζει τον καπνό από την μύτη. Ε, ακόμα κι αν γινόταν ποτέ αυτό, τασάκι δεν θα χρησιμοποιούσε. Το ζώο. Θα το έτρωγε στο τέλος μάλλον. Θα έτριβε την στάχτη στο τρίχωμα για να διώξει τα μαμούνια. Τασάκι δεν θα είχε ποτέ.
(Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης κατάφερε το δεύτερο μέρος της ιστορίας να μοιάζει σε τίποτα με το πρώτο μέρος. Μάλλον δεν έπρεπε να αλλάξει την δοσολογία στα ψυχοφάρμακά του. Εδώ το τρίτο μέρος, νομίζω τα είχε κόψει, καλύτερο θα είναι ίσως.)
Comments are closed.