Έκλεισε τα μάτια και φτερούγισε μέσα της σαν μικρός ήλιος που πασχίζει να γεννηθεί. Ήταν ένα τόσο δα αστέρι που κατέκλυσε την ψυχή της για να την συντροφεύει στα πιο μακρινά ταξίδια της. Το αναζήτησε μέσα της, αλλά συνεχώς της ξέφευγε, ώσπου έγινε μια μικρή αχτίδα που καθρεφτίστηκε στα μάτια της.
Ξανάκλεισε τα μάτια και ένιωσε για πρώτη φορά τον Πόνο. Βυθίστηκε μέσα της και της έταξε την εξιλέωση. Αφέθηκε στα δώρα των δακρύων που της πρόσφερε. Φοβόταν να του αρνηθεί. Ήταν πιο δυνατός από’ κείνην. Δεν μπορούσε ν’ αναμετρηθεί μαζί του σε μια μάχη από πριν καθορισμένη.
Άνοιξε τα μάτια της και είδε το αστέρι να την κοιτάει, αλλά εκείνη δεν είχε πια μάτια για να το δει. Τα δάκρυα είχαν πλημμυρίσει την ψυχή της κι εκείνη δεν έβλεπε πια. Μόνο το σχήμα του μπόρεσε να συγκρατήσει, προτού τυφλωθεί ολότελα από το φως που εξέπεμπε.
Και ξανάκλεισε τα μάτια για να το χάσει από μπροστά της. Ήξερε πια ότι δεν θα ήταν ποτέ αληθινά δικό της. Τι κι αν έκλεψε λίγη από την λάμψη του και τη φυλάκισε μέσα της; Έπρεπε να το αποχαιρετήσει, τόσο απλά, όσο την πρώτη μέρα που το βρήκε στο δρόμο της.
Κι ένιωσε τότε πιο φτωχή από ποτέ. Το αστέρι δεν θα την γνώριζε, δεν θα την έβλεπε μπροστά του όπως στ’ αλήθεια ήταν. Τα δώρα της θα ήταν γι’ αυτό μυστικά κρυμμένα και ξεχασμένοι θησαυροί που λάμπουν στις σελίδες των παραμυθιών.
Κι εκείνη έπρεπε να χαθεί μέσα σ’ αυτές τις σελίδες, εκεί όπου πραγματικά ανήκε. Τα ξωτικά του δάσους και οι καλοκάγαθες νεράιδες θα της σκούπιζαν τα μάτια, θα την έπαιρναν να κολυμπήσει μαζί τους στην κρυστάλλινη λίμνη της λήθης. Εκεί θα έβρισκε μια σκιά να ξαποστάσει. Αλλοπρόσαλλα μικροκαμωμένα όντα θα της έφερναν μέλι απ’ τις κερήθρες των μύθων να γευτεί. Θα έβλεπε πεταλούδες με σπάνια χρώματα να πετούν ολόγυρα και να κάθονται στην ποδιά της, για μια στιγμή μοναδική, προτού περάσουν για πάντα στην σφαίρα της αιωνιότητας. Θα μύριζε το χώμα που ευωδιάζει δροσερές αναθυμιάσεις της γης που ποτίζει τα πλάσματα της για να τα κανακέψει. Θα έκοβε ένα λουλούδι για να το δει μετανιωμένη να σπαράζει στα χέρια της πεθαίνοντας. Με μια ενστικτώδη κίνηση, θα το έσωζε φυλάσσοντας το για πάντα στις κιτρινισμένες σελίδες της ζωής της.
Κι εκείνη τη στιγμή, μια μελωδία θα τραβούσε την προσοχή της· μια ανεπαίσθητη ακολουθία από νότες που θα δυνάμωναν συνεχώς για να γίνουν τυμπανοκρουσίες και να την προσπεράσουν. Θα σηκωθεί και θα κοιτάξει το νερό της λίμνης· μέσα του θα καθρεφτίζεται η ζωή της· η Μνήμη θα έρθει κοντά της και την θα την παρακαλέσει να μην κλάψει· θα δει το αστέρι να κείτεται στον βυθό· δεν θα βουτήξει να το αρπάξει· θα γυρίσει την πλάτη και θα φύγει μακριά…