Κάθε οικογένεια έχει το μαύρο της πρόβατο, κάθε χωριό τον τρελό του κι εμείς στη γειτονιά μας τη Χριστίνα, που είναι εξαιρετικός συνδυασμός των παραπάνω, με άλλα πολλά.
Για να πάρουμε μια πρώτη εικόνα περί τίνος πρόκειται, η λεγάμενη είναι μεγέθους, ύψους και βάρους, πιγκουίνου.
‘Οταν κουρεύεται μόνη της, για ένα εξάμηνο μέχρι να ξαναμακρύνουν τα μαλλιά της, παίρνει αναπηρική σύνταξη.
Το κανονικό της όνομα είναι Ζφμπργκλα, οπότε για χάρη αποφυγής ωριλά ατυχημάτων, μας συστήθηκε ως Χριστίνα.
Αν τυχόν με κατηγορήσει κανείς ευαισθητοποιημένος για ρατσισμό, απαντώ πως με τη συγκεκριμένη, είμαι και μισογύνης για να ξεμπερδεύουμε.
Το σουβέρ αυτό, ήρθε θριαμβευτικά και εγκαταστάθηκε σε διαμέρισμα μαζί με τον Έλληνα δημόσιο υπάλληλο, που ακόμη, μετά τόσο καιρό, δεν έχουμε ακούσει τη φωνή του.
Φήμες λένε πως είχε ρινόκερο τη μέρα που τη γνώρισε και ξεκίνησαν τη σχέση, οπότε για να ‘μαστε τίμιοι, αφού περικλείεται το «χέση» ηχητικά, ξέρουμε την κατάληξη.
Μαζί τους ζούνε και τα δύο παιδιά της Χριστίνας, έκαστο από προηγούμενους σπόνσορες.
Να πω την αλήθεια, τώρα που το σκέφτομαι και το οκτάχρονο κοριτσάκι της μουγκό το κόβω, ενώ ο δωδεκάχρονος γιος της λέει έστω με το ζόρι τα βασικά, π.χ. “Πάω να πάρω μπύρες για τη μαμά”.
Δημόσιος υπάλληλος και παιδιά, έχουν συνωμοτήσει στη μούγκα, σαν να υπογράψανε τίποτα ομερτά και τέτοια, οπότε αφήνουν τη Χριστινούλα να τα λέει όλα, όλες τις ώρες, ακατάπαυστα.
Φαντάσου πως τα Χριστούγεννα δεν ανοίγουμε την πόρτα, με το φόβο μην έχει πάρει τους δρόμους να πει κάλαντα και δεν προλάβουμε ούτε ένα μπάνιο να κάνουμε τον Αύγουστο.
Για να προλάβω σχόλιο τύπου “Να κοιτάς τη δουλειά σου”, απαντώ ότι δεν υπάρχουν δουλειές και συμπληρώνω, πως επειδή είναι ψυχώ η μητριάρχης, αυτή και τα λοιπά ζωντανά του σπιτιού της, με το που θα φτιάξει ο καιρός και το θερμόμετρο δείξει δέκα βαθμούς πάνω από το μηδέν, μεταμορφώνονται σε ανθρώπους εξωτερικού χώρου και ζουν αποκλειστικά στο μπαλκόνι, ανάμεσα σε γλάστρες, καναπέδες, πλαστικά παραπέτα, τραπεζοκαθίσματα.
Ολόκληρο το τετράγωνο την ακούει να δίνει εντολές.
Πάντοτε με την ένταση στο δενπαιρνειάλλο.
Ταυτόχρονα μιλάει στο κινητό και άπαντες έχουμε την απορία, γιατί δεν κάνει ένα έτσι έξω από το κάγκελο να γλιτώσει απ’ τους λογαριασμούς της τηλεφωνίας, ενώ είναι σίγουρο ότι θα την ακούνε πολύ καθαρότερα, εκεί μακριά στα ξένα.
Είναι έξω καρδιά η εντελώς μέσα μπάμπουσκα, διότι ως λάτρης της μουσικής μάς διασκεδάζει με τραγούδια της επιλογής της, όταν μας πετάει εντελώς απροειδοποίητα ένα παρτάκι.
Εμείς τότε ας πούμε, ποτίζουμε τις γλάστρες, αυτή στο παρατητήριό της πατάει το κομβίον και χορεύουμε στα μπαλκόνια πιτσιλώντας με το λάστιχο τους περαστικούς.
Κι εκείνη χαλαρή στο θρόνο της, νταγκλαντάει τις μπύρες με το βαρέλι σιγοτραγουδώντας γλυκά, όπως ένα 747 τη στιγμή της απογείωσης.
Ώσπου να γυρίσει ο ταλαίπωρος δημόσιος υπάλληλος από το γραφείο, η Χριστινίτσα βρίσκεται στους επτά ουρανούς.
Ακόμη θυμόμαστε με αποτροπιασμό τη θρασύτατη ερώτηση που τόλμησε ο αφιλότιμος να ξεστομίσει: “Τί έχει να φάμε;”.
Το Θεό άμα τον δεις, μπορεί και να μην τρομάξεις, ίσως το ίδιο και τον διάολο, τη Χριστίνα την σφυροκρατούσα αν αντικρίσεις, θα τη φοβηθείς.
Μια στην τιβί και μια στο κεφάλι του δημοσίου υπάλληλου.
Ναι, είναι άνθρωπος κι αυτή, έχει και τα νεύρα της, παρασύρθηκε λίγο πριν δυο χρόνια μέχρι και χτες το απομεσήμερο.
Και πάλι λίγα του έκανε του αχάριστου, που πέντε τετράδια συνταγές μάζεψε, γιατί έχει και τρελάρα με τη μαγειρική η Χριστίνα.
Μαρμελάδα απλωμένη στο ψωμί με μπύρα, αυγά βραστά με μπύρα, τοστάκια με μπύρα, νερό μισό-μισό με μπύρα, άλλο τώρα που τις ήπιε όλες η κοντή.
Χτες βράδυ άκουγα ένα αλυσοπρίονο για κάνα μισάωρο.
Να κόβουν ξύλα ή να κλαδεύουν νυχτιάτικα αποκλείεται, σκέφτηκα, άρα να μην ξεχάσω να πάρω εφημερίδα.
Αν μάθω τα καλά νέα, εγώ δε θα μαρτυρήσω τίποτα.