Η γραμματέας μου η Αντιγόνη, στην εσωτερική γραμμή: -Ρομπέρτο, μια Νάσια στο τηλέφωνο. Δεν λέει επίθετο, αλλά ακούγεται γλυκούλα. Θα μιλήσεις;
-Δώσε, μουρμούρισα.
Δευτέρα πρωί, χωρίς καφέ, όποιος απαντά σε γλυκιά φωνούλα, τα θέλει ο κώλος του.
-Καλημέρα Ρομπέρτο, με θυμάσαι; Η Νάσια είμαι καλέ, η φίλη της Μαιρούλας.
-Γεια σου Νάσια, που χάθηκες εσύ γλυκιά μου; Μουνάρα σε θυμάμαι. Σε μάντρωσε κανένας όμορφος;
Μουλάρα πήγα να πω, αλλά το έσωσα.
-Αχ, πώς τα πετάς, πάντα γλυκούλης. Πήρα να σε καλέσω για ποτό αύριο, στην «Capra Nera». Θα είμαι με δυο φίλες, που έχουν τρελαθεί με τις ιστορίες σου, στο απαυτό που γράφεις καλέ, πως το λένε…
-Στο kissmygrass εννοείς Νάσια μου; Ή στο άλλο, του Υπουργείου Εξωτερικών;
-Καλέ συ, πώς με κάνεις και γελάω! Άντε, άντε, σε έχω επιθυμήσει. Αύριο στις δέκα το βράδυ! Σε περιμένουμε, φιλούμπες ρουφηχτές!
Και το κλείνει.
Τώρα, έδεσε το περγαμότο. Η γλάστρα Νο 22 με δυο δώρα από την κουρτίνα, θα με περιμένουν στη «Μαύρη Κατσίκα» για ποτό.
Συνεπής στο κάλεσμα της φιδίσιας περιέργειας, υπακούοντας στην σκοτεινή παράδοση των προγόνων μου και υπό την προστασία του Μεγάλου Μανιτού, προσαρμόζω κατάλληλα το πρόγραμμα.
Η Αντιγόνη σήκωσε φρυδάκι και πήρε στάση αναμονής κατά τη διάρκεια των διευθετήσεων.
-Αντιγόνη καλά κατάλαβες. Θα είσαι stand by. Αν τα πράγματα ζορίσουν, με ξελασπώνεις. Ξέρεις εσύ, αυτοσχεδίασε. Αν χρειαστεί, θα σου στείλω μήνυμα κινδύνου.
Βγήκε από το γραφείο με βήμα Ταγματάρχη σε σοβαρή αποστολή. Μια ματιά διφορούμενη όμως, την ώρα που έκλεινε την πόρτα, την έφαγα.
Τρίτη βράδυ λοιπόν, στο ποτάδικο-καμακάδικο της κυριλοκοινωνίας των νεοπτώχων. Αυτών δηλαδή που έχασαν προσφάτως μερικά εκατομμύρια, αλλά έχουν μπόλικα ακόμη, για να μην ιδρώνει το αυτί και στάζει ιδρώτας στη δαντέλλα ή στο bespoke κουστουμάκι.
Οι τρεις Χάριτες καταφθάνουν αργοπορημένες, ως είθισται για το είδος τους. Σκανάρω με προσοχή και ώ του θαύματος, η Λίλα, το ένα δώρο από την κουρτίνα, περνάει το πρώτο τεστ. Φίλες και φίλοι, μην κράζετε για το γρήγορο του συμπεράσματος. Τριάντα δευτερόλεπτα συνήθως αρκούν. Τα υπόλοιπα είναι απλά παραγέμισμα και σερβίρισμα.
Στα δέκα λεπτά είχα στείλει «λήξη συναγερμού» στο WhatsApp της Αντιγόνης. Τη φαντάστηκα να κουλουριάζεται ανακουφισμένη στον καναπέ, παρέα με τον γάτο της τον Μεφιστοφελή.
Αράξανε λοιπόν οι κοκώνες και αρχίσαμε τα ντρίνκς και το μπίρι-μπίρι. Επί παντώς ασχέτου που λένε. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα και πέφτει το τούβλο:
-Ρομπέρτο, με αυτά που γράφεις μας έχεις μπερδέψει. Θέλουμε να σου κάνουμε ερωτήσεις, πέταξε με πονηριά η Νάσια, επιστρατεύοντας σέξι ματιά τρομαγμένης γαζέλας, που αναζητά προστασία αρσενικού.
-Ακούω, αλλά δεν εγγυώμαι ότι θα σας αρέσουν οι απαντήσεις.
-Δε μου λες, όλες αυτές που βολοδέρνουν γύρω από σένα, μεταξύ τους έχουν συναντηθεί ποτέ;
-Όχι.
-Και;…
-Τι “και”; Είπα όχι. Φροντίζω να μη συναντηθούν. Τι δεν καταλαβαίνεις; Επόμενη ερώτηση.
Σειρά της Λίλας να ρωτήσει.
-Είπες πως είσαι ακόμη ερωτευμένος με την πρώην. Σε κεράτωσε και την έστειλες ή σε παράτησε επειδή την κεράτωνες;
-Κέρατα έχουν μόνο τα αρσενικά και μόνο εφόσον μιλάμε για ελάφια ή άλλα τετράποδα με οπλές. Σε δίποδα δεν έχω δει ποτέ να φυτρώνουν. Τώρα, σχετικά με την πρώην… μια φορά ερωτεύεσαι πραγματικά και δεν το ξεπερνάς. Άστο καλύτερα, ό,τι και να πω δεν θα καταλάβεις.
-Μα, αφού…
-Άλλη ερώτηση ή έφυγα.
Μαζεύτηκε αμέσως. Η τρίτη της παρέας δεν τόλμησε να ρωτήσει τίποτε. Ίσως σκοτείνιασε πολύ η φάτσα μου και σκιάχτηκαν. Το υπόλοιπο της συνάντησης κύλισε ομαλά με αδιάφορη κουβεντούλα, χωρίς απρόοπτα. Όταν ήρθε η ώρα της αποχώρησης, έδωσα φιλιά σταυρωτά και ευχές για κάθε προσωπική ευτυχία.
Περπάτησα προς το αυτοκίνητο, ψάχνοντας τις τσέπες μου. Με απορία μαζί με τα κλειδιά, ανέσυρα χαρτοπετσέτα. «Λίλα 69369…..». Πόσο πρωτότυπο, σκέφτηκα, αλλά δεν στράβωσα. Όλες αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία, ακόμη και τα δώρα από την κουρτίνα. Αντέγραψα το νούμερο στο κινητό και ξεφορτώθηκα την ταπεινή χαρτοπετσέτα, αφού την έκανα κομματάκια.
«Cut, cut, cut!», φώναξε ο σκηνοθέτης ο Μανιτού. «172 αναγνώστριες σηκώνουν πλάστη για να σε πάρουν στο κυνήγι. 123 αναγνώστες σε φιλοδώρησαν με ένα μεγαλοπρεπές «αει γαργαλήσου. Δεν τη γλιτώνεις!».
Ανατρίχιασα σας λέω, εντελώς τελείως.
Συνήλθα όμως αμέσως.
Τεντώστε τα αυτιά σας και διαβάστε.
Εμείς οι άντρες, που κάνουμε τους σκληρούς μάγκες, βαθιά μέσα μας κρύβουμε έναν έφηβο. Με μπόλικες ανασφάλειες και φοβίες. Η μεγαλύτερη από αυτές είναι η μοναξιά και δεν εννοώ τη μοναξιά του τερματοφύλακα πριν το πέναλτι.
Αν αύριο η Αντριάνα στραβώσει και ταυτόχρονα τα περιφερειακά αποφασίσουν να προχωρήσουν παρακάτω, τι θα κάνω;
Θα καταλήξω να πίνω μπίρες με την Αντιγόνη, σχεδιάζοντας το επόμενο δράμα στη ζωή μας;
Αποκλείεται!
Αυτός ο τερματοφύλακας φροντίζει να έχει παρέα στα αποδυτήρια, πριν του βγάλουν κόκκινη κάρτα. Μη βιάζεστε να αποχωρήσετε από την αίθουσα, έχουμε πολλά έργα ακόμη.