Πρός τό τέλος τοϋ δέκατου όγδοου αιώνα, ό Ηαη- nemann, έχοντας έξετάσει ένα μεγάλο άριθμό άτό- μων, είχε κατατάξει τις χρόνιες άσθένειες σέ τρεις κύριες κατηγορίες. Τις ονόμασε ψωρική, συκωτική και συφιλιτική. ‘ Η πρώτη κατηγορία ήταν ή μεγαλύτερη – γύρω στά έβδομήντα πέντε τά έκατό των περιπτώσεων – μέ τήν δεύτερη και τήν τρίτη έξίσου κατανεμημένες άνάμεσα στούς άσθενείς του.
Ή ψωρική όμάδα σχετίζεται μέ καταστάσεις συμφόρησης, δερματικά προβλήματα και παραμορφώσεις της σπονδυλικής στήλης καθώς, έπίσης, και μέ τήν φυματίωση. Ή συκωτική όμάδα σχετίζεται μέ γονορροϊκά προβλήματα, κρεατολιές, καταρροή και ρευματισμούς. Οί συφιλιτικοί τύποι έχουν σχέση μέ καρδιακά καί νευρολογικά προβλήματα.
Αύτό βέβαια δέν σημαίνει ότι ό Hahnemann ύπο- ψιαζόταν άφροδίσια νοσήματα στά εϊκοσι πέντε τά έκατό των άσθενών του, άλλά, ότι σ’ αύτές τίς μικρότερες ομάδες οί διαταραχές άκολουθοϋσαν ένα πρότυπο πού του έδειχνε ότι ύπήρχε αύτό τό μίασμα – ίσως πρίν άπό τρεϊς ή τέσσερεις γενεές- στήν κλη- ρονομικότητά τοϋ άσθενή. Μίασμα, κατά τό λεξικό είναι μιά άσχημη καί βλαβερή οσμή, πού άναδίδεται άπό ένα βάλτο. Ό Hahnemann χρησιμοποιούσε αύ- τή τή λέξη γιά στιγματισμό. Ας μή ξεχνάμε ότι αύτά τά έγραφε πολύ πρίν άπό τήν έποχή τοϋ μικροσκοπίου καί προτού ή βακτηριολογία γίνει άκριβής έπι- στήμη.