Ήταν Παρασκευή, τι υπέροχη μέρα! Πάντα ξυπνάω κεφάτος, σιγοτραγουδάω και ψιλοχορεύω πηγαίνοντας στη δουλειά. Βλέπω μια οικογένεια στον δρόμο.
“Είστε πανέμορφοι όλοι!”
Με ευχαριστούν και η ευτυχία της Παρασκευής με παρακινεί να πω κι άλλα. Όλα εξίσου ψέματα βέβαια.
“Είμαι διευθυντής μεγάλου ιδιωτικού νοσοκομείου, περάστε όποτε θέλετε να σας κάνω δωρεάν πρόγραμμα!”
Χαρήκανε πολύ, πήρα φόρα αν και ούτε διευθυντής είμαι κάπου, ούτε καν έχω πάει σε νοσοκομείο εδώ και χρόνια.
“Και θα σας δώσω και κάρτα να τρώτε δωρεάν στο εστιατόριό μας!”
Ο γιός ήταν και γεματούλης, φάνηκε να το ήθελε πολύ αυτό. Έφυγα με ένα χορευτικό και χάθηκα πίσω από κάτι θάμνους. Κρύφτηκα μισή ώρα μέχρι που βαρέθηκαν και έφυγαν ευτυχώς. Δεν θα μου χαλούσαν αυτοί την Παρασκευή μου!
Δευτέρα πρωί στο γραφείο, χτύπησε το τηλέφωνο. Πως με βρήκαν; Είπα μερικές δικαιολογίες αλλά δεν κατάφερα να τους ξεφορτωθώ, μόνο να τους καθυστερήσω. Παρασκευή πρωί πάλι στο ίδιο σημείο έπεσαν πάνω μου. Ανέβασα τον πήχη:
“Και τα απογεύματα που δεν έχουμε κουτσούς στην πισίνα εργοθεραπείας, να περνάτε για μπάνιο!”
Ε, με αυτό και η κόρη χάρηκε. Καθώς κρυβόμουν πάλι στους θάμνους άκουσα την μητέρα να την λέει στον πατέρα που δεν με είχε πιστέψει και την πρώτη φορά. Αναρωτιόμουν τι θα έκανα την Δευτέρα αν με έπαιρναν πάλι τηλέφωνο στο γραφείο. Ευτυχώς ήρθε τώρα ο ιός. Δεν πάω γραφείο κι αυτοί δεν θέλουν να πάνε στο νοσοκομείο.
Τσαγκαροδευτέρα τέλος!
.
(Ο Αλέκος Γκονζαλεζίδης είχε μάλλον απαχθεί από έναν ξενέρωτο ποιητή τον τελευταίο καιρό. Επίσης ξύρισε την μουστάκα του λόγω του ιού.)