Η δυστυχία σου, όπως και η γιόγκα που κάνεις με τόσο πάθος, δεν είναι ανταγωνιστικά αθλήματα. Έχεις κατάθλιψη όπως είναι ξεφούσκωτα τα λάστιχα στο αυτοκίνητο που οδηγάς αφηρημένη. Κι εγώ περιμένω στο φανάρι να προχωρήσεις μάταια, όσο χιλιάδες μαύρες νυχτοπεταλούδες γεμίζουν τα πνευμόνια σου μαυρίλα. Δεν μπορείς να αναπνεύσεις. Δεν θέλεις.
Υπάρχουν νηφάλιοι αλκοολικοί κι υπάρχουν χαρούμενοι καταθλιπτικοί. Μερικοί γράφουν υπέροχα μάλιστα. Δεν είναι ότι δεν θέλουν να είναι χαρούμενοι. Απλά δεν θέλουν να πονάνε πια. Κι αυτός ο πόνος δεν είναι κόκκινος, δεν είναι μαύρος, δεν στάζει αίμα.
Είναι αόρατος.
Ένα κακό όνειρο που κάνει τσουνάμι τον παφλασμό του κύματος, πότε με πήρε ο ύπνος στην παραλία αλήθεια; Οποιοδήποτε αντικείμενο, αν το κοιτάξω αρκετή ώρα, μετατρέπεται σε διαβολικό κίνδυνο, σκοτεινό μυστικό, αστάθμητο παράγοντα. Προφανώς δεν θέλω ανθρώπους γύρω μου, αυτοί είναι χειρότεροι, αναμασάνε κοινότυπα. Και δε θέλω να πάρω φάρμακα για να φαίνομαι πιο συμβατός με ότι γίνεται στον κόσμο που με τρέλανε. Το ανθρώπινο σώμα είναι ένα Σύμπαν από μόνο του, περίπου εκατό τρισεκατομμύρια κύτταρα που αλληλεπιδρούν με χιλιάδες τρόπους που δεν καταλαβαίνουμε. Απλοποιούμε όσο μπορούμε, λέμε αυτό “χέρι” κι εκείνο “στομάχι”, προσπαθούμε να κατανοήσουμε τον Γαλαξία που ορίζουμε ως τον εαυτό μας. Ίσως το τίμημα είναι η μαυρίλα του Σύμπαντος αυτού.
Αυτή η σκέψη είναι σαν ένας μικρός πύραυλος που εκτοξεύω μέσα στο Άπειρο του εαυτού μου. Μόνη ταξιδεύει στη σκοτεινή απεραντοσύνη, την αβάσταχτη ησυχία. Μπορείς να εστιάσεις στο ελάχιστο φως εκεί μακριά, να γυρίσεις να κοιτάξεις την Γη και να φανταστείς θάλασσες και ζούγκλες και κόσμο.
Αλλά ο πύραυλος συνεχίζει προς την μαυρίλα.
.
(O Αλέκος Γκονζαλεζίδης, όπως όλοι οι άνθρωποι με εγκέφαλο, ίσως να έχει και κατάθλιψη. Αλλά δεν είναι σε αργή κίνηση αυτό, δεν είναι ένα τεράστιο βάρος που σε κάνει να κοιμάσαι διαρκώς και να αποφεύγεις τον κόσμο. Τυφώνας είναι, ανεμοστρόβιλος, δεν προλαβαίνεις τις σκέψεις αλλά εσείς απέξω τον βλέπετε ψιλοστατικό οι καημένοι και μας λέτε μαλακίες.)