“Και τότε, μια μέρα ανακαλύπτεις, ότι δέκα χρόνια έχουν περάσει κι είναι πίσω σου. Κανείς δεν σου είπε πότε να τρέξεις.
Έχασες την πιστολιά του αφέτη”.
Αυτά λέει σε ελεύθερη μετάφραση μια στροφή από τους στίχους ενός παλιού τραγουδιού.
Γιατί το θυμήθηκα; Δεν ξέρω.
Είναι αυτά τα ανεξήγητα, που σου ‘ρχονται στο κεφάλι και τρως κόλλημα ξαφνικά.
Όταν είσαι μικρός δεν δίνεις σημασία στα λόγια ενός τραγουδιού, ειδικά όταν αυτά δεν είναι στη γλώσσα σου.
Απλώς γουστάρεις τη μουσική, τις νότες, το ρυθμό και χάνεσαι.
Ακούς χωρίς να σκέφτεσαι.
Μεγαλώνοντας τα ψάχνεις όλα περισσότερο.
Προσπερνάς το επιφανειακό συναίσθημα, παραμερίζεις τη μελωδία και αρχίζεις και σκαλίζεις τους στίχους.
Κάποτε ανακαλύπτεις ότι πίσω από τρεις αράδες, που έγραψε κάποιος που είχε “φτιαχτεί” πολύ μάλλον, για να τα γράφει αυτά, κρύβεται η δικιά σου η ζωή.
Φαντάζεσαι ότι αυτά τα λόγια θα μπορούσες να τα είχες γράψεις κι εσύ.
Αν είχες και μεγαλύτερο ταλέντο, θα μπορούσες ακόμη και να τα τραγουδήσεις.
Τις προάλλες μου έλεγε μια καλή φίλη με αυτοσαρκασμό: “Ρε συ, μου έκανε follow στο Twitter ένα γηροκομείο! Θα πρέπει να με προβληματίσει αυτό;”.
“Όχι καλή μου…” της απάντησα, “…αλλά αν νοιώσεις την ανάγκη να το ακολουθήσεις κι εσύ, τότε ναι, έχουμε πρόβλημα”.
Κάθισα όμως αργότερα και το ξανασκέφτηκα. Εκεί φτάσαμε ρε δικέ μου;
Τόσο πολύ μεγαλώσαμε; Τι έγινε όλα αυτά τα χρόνια, πώς πέρασαν, τι φτιάξαμε, πώς ζήσαμε;
Άραγε έχουμε κάνει κάτι σπουδαίο; Η μήπως σπαταλήσαμε μια ζωή μες στις “κουβαρίστρες”;
Τι αρλούμπες γράφω θα μου πείτε, ε;
Οι κουβαρίστρες “Λούξ” ήταν το προϊόν της εταιρείας, γύρω από την οποία ξετυλίγονταν το σενάριο μιας πολύ παλιάς Ελληνικής ταινίας με τίτλο “Τα Χαμένα Όνειρα”.
Εκεί μέσα δυο νέοι έβλεπαν τα χρόνια να περνούν, αλλά δεν σκοτίζονταν.
Ήξεραν ότι η δουλειά τους ήταν πρόχειρη, καβάντζα προσωρινή.
Έτσι τουλάχιστο νόμιζαν, ώσπου τα χρόνια πέρασαν κι αυτοί ήταν ακόμη εκεί και πουλούσαν κουβαρίστρες μέχρι το τέλος.
Γι’ αυτό σου λέω, έχεις αναρωτηθεί τι κάνεις αυτή τη στιγμή;
Σήκωσε λίγο το κεφάλι και δες γύρω σου. Την άκουσες την πιστολιά;
Τους βλέπεις τους άλλους που έχουν φύγει μπροστά;
Τι περιμένεις, πάρε φόρα και συ, ξεκίνα. Κανείς δεν θα σε τραβήξει απ’ το χέρι.
Το ρολόι τρέχει, τρέχουν οι λεπτοδείκτες και μαζί μ’ αυτούς τα όνειρά σου.
Αν αργήσεις, θα τα χάσεις.
Μη βολεύεσαι με κουβαρίστρες. Μην ψάχνεις την καβάντζα να τρουπώσεις, ειδικά τώρα, αυτήν την εποχή.
Είναι ο καιρός των μεγάλων ευκαιριών. Μη σε τρομάζει η κρίση που περνάμε.
Ο χρόνος δεν έχει σταματήσει για μας. Ποτέ δεν σταματά.
Σκέψου, κάνε κάτι δημιουργικό, αλλά το πιο σπουδαίο, καν’ το μόνος σου, μην περιμένεις άλλους να σου δείξουν το σωστό μονοπάτι.
Άνοιξε δρόμο όπως θέλεις εσύ και περπάτα τον ή μάλλον, τρέχα.
Ο Νίκος Καζαντζάκης έλεγε, “Έχεις το πινέλο και τα χρώματά σου, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα”.
Εγώ θα συμπληρώσω, ότι κι αν ακόμη δεν σ’ αρέσει ο παράδεισος που ζωγράφισες, σβήστον και ξαναφτιάξτον.
Κάν’ το τώρα όμως, όσο ο χρόνος είναι ακόμα με το μέρος σου, προτού στεγνώσουν τα πινέλα και πετρώσουν τα χρώματα.
Αλλά ξέρω τι θα μου πείτε.
Τι κουβαρίστρες και κουραφέξαλα μας γράφεις ρε φίλε, επικοινωνείς; Έχεις καταλάβει πού βρισκόμαστε; Κάποιοι από μας σε λίγο δεν θα ‘χουν να φάνε.
Τα ξέρω ρε αδέρφια. Γι’ αυτό τα γράφω έτσι. Για να μη μας παίρνει από κάτω.
Αν φάνηκαν λίγο βαριά και απαισιόδοξα όλ’ αυτά, ας το πάρουμε αλλιώς κι ας ακούσουμε μαζί το Time is on my side των Rolling Stones.