Έχω σκυλοβαρεθεί τη ζωή μου αδέρφια.
Έχω σκυλοβαρεθεί τις εκλογές, τα υπουργικά συμβούλια, να μαθαίνω απ’ έξω νέες συνθέσεις σε υπουργικά teams, άμα ξεχνάω κανέναν ή αμφιβάλω κι αν τον ξέρει η μάνα του, να μου στραβώνει η φράντζα από τη ντροπή, μη με βρουν ανενημέρωτη.
Μα πάνω από όλα, έχω βαρεθεί αυτό το έθνος το ανάδελφο, όπως το είχε πει και ο έρμος ο Σαρτζετάκης και ας είχαν πέσει να τον τρυπήσουν όλα τα διαθέσιμα βουντού τις εποχής, γι’ αυτή την ατιμωτική δήλωση.
Σε όλα τα «μεγάλα» events όπως το Euro, η Eurovision και το κακό Euroσυναπάντημα, οι εκλογές, οι διαδηλώσεις, εκεί που λέει ο καημένος ο κοσμάκης λίγο να ξεσπαθώσει, να πει τη μαλακιούλα του, να γελάσει το πικραμένο χειλάκι μπας και ξεχάσει κάπως το μαράζι της ανεργίας, της αψιλίας, της ταπί και ψύχραιμης αφασίας, έχει να αντιμετωπίσει την εξής τάση: αν νικήσουμε μόκο, κανείς δε μιλάει.
Αν χάσουμε, πέφτουν όλοι να σε σκυλοβρίσουν που υποστηρίζεις τον τόπο τον οποίο σιχτιρίζεις καθημερινά κι εσύ, ούτως ή άλλως. Να σου την πουν στον τοίχο οι τάχα μου φίλοι σου γιατί η άποψή σου έχει άλλη αποχρώσα σημασία, να σε χαρακτηρίσουν, να αγωνιούν ποιος θα έχει την τελευταία κουβέντα, ποιος θα πει την πιο έξυπνη ατάκα, που θα στη σερβίρουν επιμελώς στη μάπα…
Και όλα αυτά με αρνητισμό, πικρία, καχυποψία.
Άντε τώρα να πείσεις τα παιδιά σου, ότι σημασία σε έναν αγώνα έχει η συμμετοχή και όχι η νίκη.
Ότι σημασία έχει το ταξίδι και όχι ο προορισμός.
Ότι όταν οι Αμερικάνοι λένε πως κανείς δε θυμάται τον δεύτερο, μόνο τον πρώτο, είναι επειδή είναι κακοί, κυνικοί τύποι, που βάλθηκαν να μας ακυρώσουν όλες τις αξίες.
Το μισό έθνος φανατίζεται στο έπακρο και το άλλο μισό περιμένει την κακοτοπιά για να βρίσει φανατικά τους φανατισμένους φανατικούς.
Και εκεί ακριβώς ξεχνάμε τα πάντα… το χιούμορ μας, τα πραγματικά σοβαρά προβλήματα, τη γειτόνισσα που προκριθεί – δεν προκριθεί η ομάδα στον τελικό και πάλι θα κάνει ουρά έξω από το φαρμακείο να βρει τα φάρμακά της.
Ή, τον σαραντάρη που του κόπηκε η φόρα στην πιο παραγωγική φάση της ζωής του.
Που χάνει δουλειά, ηρεμία, αξιοπρέπεια, πάνω που έχτιζε ένα κουτσό μέλλον για τα παιδάκια που απέκτησε ή που ονειρευόταν να αποκτήσει, αλλά θα αναβάλει για λίγο ακόμα, γιατί σύντομα δε θα μπορεί να συντηρήσει τον εαυτό του.
Βλέπεις βγει δε βγει το κόμμα σου, έχει απόθεμα η σκατοζωή να φέρνει μέρες που πάλι στην απόγνωση σου ξημερώνουν. Η ελπίδα έρχεται, κάθεται λίγο στη γκλάβα σου, πασχίζεις να την κρατήσεις ζωντανή, μα έρχεται η μέρα που κρασάρεις. Και τότε που το λες; Που στρέφεσαι να βρεις ένα φιλαράκι που κι αυτό να σ’αγαπάει στ’αλήθεια, αφού εσύ θα έχεις κάποια όμορφη μέρα μαζί του σκυλοβριστεί σε κάποιον τοίχο, ντουβάρι, ζωή;
Είμαστε ένα έθνος ανάδελφο, το επαναλαμβάνω στο σύστημά μου να το εμπεδώσω. Ανάδελφο και μόνο. Όχι με την έννοια της μοναχικότητας, αυτή τη σέβομαι και την υπολογίζω. Με την έννοια της ατομικότητας. Δεν παίζουμε μπάλα εύκολα ως ομάδα. Φοβόμαστε την επίδοση του διπλανού μας, χωρίς να υπολογίζουμε τις στιγμές που απλά χρειαζόμαστε ένα μικρό, τοσοδούλι χαμόγελο για να συνεχίσουμε το ματς με άλλο αέρα… συνεργατικό, ομαδικό, υποστηρικτικό…
Ζούμε για τη στιγμή που θα αλληλοφαγωθούμε, για τη στιγμή που θα την πούμε ο ένας στον άλλο. Για τη στιγμή που θα μυθοποιηθούμε ή θα μυθοποιήσουμε.
Και δυστυχώς, η λύση σε όλα τα προβλήματα είναι συνήθως μια ανάσα μακριά, ένα τσιγάρο δρόμος, μια αντικατάσταση του μύθου με την αξία, ώστε να αξιοποιηθούμε και να αξιοποιήσουμε.
Τόσο απλά…
All the lonely people
Where do they all come from?
All the lonely people
Where do they all belong?