Ας αρχίσουμε από κάποια δεδομένα που δεν είναι καθόλου αντικειμενικά. Άλλωστε ό,τι αφορά την αρθρογραφία τα πάντα είναι υποκειμενικά και πολύ καλά κάνουν.
Το πρώτο δεδομένο είναι πως είμαι δηλωμένη φαν του Ελληνικού Κινηματογράφου. Θα έλεγα γενικά του κινηματογράφου, αλλά και ειδικά του Ελληνικού. Το να μου πεις πάμε σινεμά, είναι από τις καλύτερες εξόδους που μπορείς να μου τάξεις. Άρα, πάντα πάω με πολύ θετικό feeling.
Στην περίπτωση του Ελληνικού Κινηματογράφου δε, έχω βρει τα τελευταία χρόνια με τις φιλόδοξες προσπάθειες που γίνονται, μια προσέγγιση πολύ λιγότερο εμπορική, ίσως πιο ουσιαστική και καλλιτεχνική, μια ατμοσφαιρική ματιά που ταιριάζει πολύ στην δική μου αισθητική.
Το δεύτερο δεδομένο είναι πως δεν είμαι ειδική να γράψω κάποια κριτική έργου. Γράφω ως άνθρωπος που αρέσκεται στο να βλέπει ιστορίες και να ξεχνάει τα πάντα γι αυτές τις λίγες ώρες που διαρκεί μια ταινία. Επίσης, ως άνθρωπος που, όπως προανέφερα, δεν πάει να δει ταινία με σκοπό να εντοπίσει τα αρνητικά στοιχεία και να γκρινιάζει μετά για τις χαμένες ώρες. Κι η χειρότερη ταινία πάντα έχει κάτι να σου δώσει. Μου συμβαίνει αυτό και στους ανθρώπους που γνωρίζω, αλλά αυτό μάλλον είναι ένα άλλο κεφάλαιο, που σίγουρα είναι και πιο πονεμένο, θαρρώ.
Συνεπώς, ό,τι θα σου γράψω εδώ είναι μια άκρως υποκειμενική θεώρηση και μπορείς μια να το διαβάσεις, μια να το ξεχάσεις. Το θέμα όμως είναι να πας. Να το δεις. Γιατί για να βγουν οι ταινίες διαμάντια, χρειάζεται να στηρίξουμε με την παρουσία μας τα πάντα, που αφορούν το σινεμά.
Φυσάει Νοτιάς λοιπόν, από χθες. Ένας Νοτιάς με όλα τα αέρινα χαρακτηριστικά του. Υγρός που μπορεί να φέρει και τη βροχή κι αν συμβεί να είναι μαλακός, προσφέρει έως και απόλαυση. Αυτός που ο Ελύτης αναφέρει ως οξείδωση μες στη Νοτιά των ανθρώπων και ο Τσαρούχης τον φαντάζεται νεαρό και αμούστακο να κρατάει πήλινο δοχείο νερού και να το αδειάζει.
Ένας Νοτιάς που σου θυμίζει την οξείδωσή σου μέσα στις δεκαετίες που πέρασαν από αυτή τη χώρα και σου αδειάζει όλες τις ιστορίες που ξέχασες πως έζησες, που σου διηγήθηκαν, που δεν έζησες, αλλά περιέργως νοστάλγησες.
Ο Μπουλμέτης δεν έχει κάνει άλλη μια Πολίτικη Κουζίνα. Γιατί θα έπρεπε άλλωστε να κάνει κάτι τέτοιο; Το αναφέρω γιατί στην έξοδο, πέτυχα τον κλασσικό κριτή –αναλυτή-Mr Know-it-all, να λέει αυτή την ατάκα: «Εντάξει δεν ήταν Πολίτικη Κουζίνα». Πως μπορεί ένας άνεμος να γίνει γεύση; Άλλη η αίσθηση, φίλε μου. Μόνο το μουσικό ποίημα της Ρεμπούτσικα, σε ρυθμούς tango, σε παραπέμπει σε μια τέτοια σύγκριση. Αυτό και η διάχυτη νοσταλγία, ένα χαρακτηριστικό που για δηλωμένους vintage lovers συνιστά αντικείμενο λατρείας.
Δε θα σε προτρέψω να πας να το δεις. Θα σου πω μόνο ότι εγώ το απόλαυσα.
Αφέθηκα πλήρως σε αυτή την αίσθηση του παλιού, την άψογη τεχνική αρτιότητα, που σε μεταφέρει στην παλιά Αθήνα τόσο φυσικά, που φτάνεις να ξεχνάς ότι παρακολουθείς ταινία και νομίζεις ότι ζεις εκεί, την αφηγηματική του χροιά, σα να σου διαβάζει η γιαγιά παραμύθια, το όμορφο, φρέσκο πρόσωπο του νεαρού πρωταγωνιστή, Σταύρου (Γιάννης Νιάρρος), την υπέροχη, ώριμη μα ταυτόχρονα νέα και λαμπερή παρουσία και ερμηνεία της Ζωζώς Σαπουντζάκη.
Συγκινήθηκα με την αναφορά στα χρόνια, που, για όσους ασχοληθήκαμε λίγο με πολιτικές νεολαίες, σε όποιο “στρατόπεδο”, περάσαν και έφυγαν και δυστυχώς δε θα ξανάρθουν. Δυστυχώς, γιατί είχαμε κάτι να πιστεύουμε τότε κι ας ήταν όλα ουτοπικά.
Γέλασα με το χιούμορ το γλυκόπικρο, που το έβρισκες παντού σε κάθε γωνιά του σεναρίου, από τις μαζικές ψηφοφορίες, όταν η πολιτική νεολαία θέλει να αποφασίσει για το παραμικρό, μέχρι τις αμήχανες στιγμές των ερωτικών απογοητεύσεων του Σταύρου, που βίωνε τις απώλειες ως μια μικρή συντέλεια.
Ταυτίστηκα με ένα παιδί μου μεγάλωνε και δε μεγάλωνε, παρέμενε εκεί στο ρομαντισμό, τον ενθουσιασμό και τον παρορμητισμό των πρώτων ενήλικων χρόνων του. Γιατί ζούσε μέσα από τις ιστορίες και τα λόγια που του έβαζε ο Νοτιάς… σε συνεχή διαδρομή, και μια απλοϊκή μα τόσο σύνθετη απορία: Πότε αξίζει το φιλί; Πριν ή μετά το ταξίδι, τελικά;
Ποιος να ξέρει άραγε;