Η μέρα αποχαιρετούσε την Αθήνα κι εγώ στεκόμουν όρθια μέσα στο δεύτερο βαγόνι της γραμμής Πειραιάς – Κηφισιά. Παρόλο που διατηρούσα ακόμα κάποιες άμυνες, το τέρας της κυριακάτικης απογευματινής μελαγχολίας προσπαθούσε να με ρουφήξει στα έγκατα της απογοήτευσης για το μάταιο της εβδομάδας που θα ακολουθούσε. Έξω από το παράθυρο ο ήλιος είχε δύσει γλυκά εδώ και ώρα κι ένα ελαφρύ αεράκι με ξάφνιασε καθώς μου έφερε τα μαλλιά απότομα μέσα στο πρόσωπο. Για μερικά λεπτά ένοιωσα … ξένοιαστα. Παράξενο συναίσθημα, ξεχασμένο.
Εκείνη ήταν μαύρη, ολόμαυρη και γυαλιστερή σαν καλοκαιρινή νυχτερινή θάλασσα κάτω από την πανσέληνο. Κι εκείνος κάτασπρος και λαμπερός. Το άθροισμα της ηλικίας τους δεν ξεπερνούσε τα τριάντα έξι χρόνια. Το λευκό των ματιών της ήταν γεμάτο με κόκκινες μικρές γραμμούλες και το στόμα της είχε ένα βαθύ μπορντό χρώμα, σαν αίμα που ξεραίνεται αργά επάνω σε φρεσκοκλεισμένη πληγή. Λογικά θα πρέπει να είχαν φιληθεί κάποια στιγμή πριν μπουν σ`αυτό το βαγόνι.
Αυτός ήταν ομορφούλης, γλυκός, ξανθός, με ωραίο χαμόγελο, με μια σειρά από στρωτά και λευκότατα δόντια. Γυμνασμένος και δυνατός, τα πόδια του ήταν σχεδόν σαν από μάρμαρο , σαν λεπτεπίλεπτο και συνάμα δυνατό άγαλμα που κάποιος του είχε δώσει ζωή, ίσως το μαύρο κορίτσι όταν τον πρωτοφίλησε.
Ήταν μια μαύρη κοπέλα κι ένας λευκός που μιλούσαν Ελληνικά . Καθαρά, καθαρότατα Ελληνικά, χωρίς ξενόφερτη προφορά. Ίσως εκείνη να είχε γεννηθεί εδώ κι εκείνος να ήταν απόγονος κάποιου Πολωνού εργάτη που είχε φτάσει εδώ τη δεκαετία του 90. Θα μπορούσε να ήταν κι εντελώς Έλληνας, δεν είχε καμία φανερή διαφορά, ούτε και μεγάλη σημασία. Ο έρωτας μιλάει παντού την ίδια γλώσσα.
Η θέση απέναντί τους άδειασε και κάθισα εκεί βυθισμένη στην απογευματινή μου μελαγχολία που πλέον με είχε τραβήξει μέσα στο σκούρο μπλε εκείνου του δροσερού σούρουπου. Παραδόθηκα.
Στα χέρια του κρατούσε ένα σακίδιο. «Έχεις σοκολάτα εκεί;» τον ρώτησε η κοπέλα προσπαθώντας να ανοίξει τη θήκη από το σακίδιο του νεαρού. «Μου μυρίζει σοκολάτα, μυρίζεις σοκολάτα, δώσε μου κι εμένα!» είπε και γέλασε. Η γλώσσα της ήταν τόσο ροζ, σχεδόν φούξια. Παίξανε για λίγο, γελούσαν, ακουμπούσαν ο ένας τον άλλον χωρίς να φιλιούνται. Οι παλάμες της ακουμπούσαν το πρόσωπό του κι έβλεπα τις γραμμές της ζωής της, τις γραμμές της τύχης της να διαγράφονται ολοκάθαρα , σαν χωμάτινα δρομάκια σε βρεγμένο φθινοπωρινό κήπο της αγγλικής εξοχής.
Το γέλιο τους ήταν τόσο γάργαρο που χαμογέλασα άθελά μου. Κοίταξα ένα γύρω τους υπόλοιπους επιβάτες στο βαγόνι, όλοι κρυφοχαμογελούσαν.
Η κοπέλα πάλευε ακόμα με τη θήκη στο σακίδιο.
«Βρωμάει αυγό, έφαγες αυγό!» του είπε ανοίγοντας μια από τις άλλες θήκες του σακίδιου κι εφόσον εκείνος δεν της είχε δώσει τη σοκολάτα που του ζήτησε. Νομίζω πως έβγαλε έξω τη γλώσσα της κοροϊδευτικά. Δεν ξέρω γιατί αυτός το βρήκε τόσο προσβλητικό, ίσως να είχε προηγηθεί κάτι που δεν ξέραμε, ίσως κάποιος να μισούσε τα αυγά. Ο συρμός σταμάτησε κι εκείνος πετάχτηκε επάνω να φύγει. Ολοφάνερα αυτός ο σταθμός δεν ήταν ο προορισμός τους. Η κοπέλα τον έπιασε από το χέρι και τον τραβούσε χωρίς να σηκώνεται από τη θέση της. Τα μάτια της σκοτείνιασαν κι ύστερα βούρκωσαν. Εκείνος έσφιγγε τα δόντια και προσπαθούσε να της χαμογελάσει με ειρωνεία, δήθεν άνετος.
«Άσε με, άσε με να φύγω» της είπε, προσπαθώντας να ελέγξει την ένταση στη φωνή του.
«Συγνώμη» του είπε.
Τα δάκρυα που μαζεύονταν στην άκρη των όμορφων ματιών της τώρα κύλησαν ελεύθερα στο πάτωμα. Έγιναν ένα με τη διαφήμιση που είχε κολλήσει κάποια διαφημιστική στο πάτωμα του βαγονιού. Θάλασσα, κύμα, αφρός, κόντευε να πνιγεί. Τον κρατούσε ακόμα από το χέρι, τα πόδια της ανεβοκατέβαιναν νευρικά, με δυσκολία κρατιόταν.
Οι επιβάτες παρακολουθούσαμε με αγωνία.
Σχεδόν βλέπαμε την καρδιά της να ραγίζει και να σπάει σε χίλια σοκολατένια κομμάτια. Ακούστηκε η πόρτα του συρμού που έκλεισε κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Εκείνος στεκόταν τώρα στην αποβάθρα. Κι εκείνη αμίλητη είχε παγώσει στη θέση της.
Αυθόρμητα μαζέψαμε όλοι τα βλέμματά μας. Δεν ήταν πρέπον να την κοιτάζουμε έτσι αδιάκριτα ή τέλος πάντων όση ώρα την κοιτάζαμε ήδη αδιάκριτα, εκείνη είχε την προστασία που της χάριζε η γνώση μας πως ήταν μέλος ενός εντελώς ερωτευμένου ζευγαριού. Ήταν σαν να παρακολουθούσαμε τον ίδιο το Θεό. Μήπως ήταν ύβρις να παρακολουθούμε από τόσο κοντά τον έρωτα;
Σχεδόν ντρεπόμουν πια να την κοιτάξω. Τα πόδια της συνέχιζαν να ανεβοκατεβαίνουν νευρικά, έκλαιγε σιωπηλά. Ήθελα να την αγκαλιάσω, βρισκόμουν τόσο κοντά της που θα φαινόταν φυσικό ακόμα κι αν τολμούσα να το κάνω. Ήθελα να της ψιθυρίσω μέσα στο αυτί πως ήταν ευτυχισμένη κι ας μην το ήξερε. Πως σε λίγα χρόνια, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο θα βρεθεί κάπου δεμένη όπως ο σκύλος με το λουρί. Πως παρά τους περιορισμούς, ακόμα κι από το ίδιο το χρώμα του δέρματός της, τώρα ήταν απλώς ελεύθερη να ανοίξει την πόρτα και να φύγει. Όπου κι αν είχε βρεθεί μπορούσε ακόμα να φύγει. Ακόμα κι αν χρειαζόταν να λιπάνει το λουρί της με λίγα παραπάνω δάκρυα. Ήταν τόσο νέα!
Ένα αεράκι φύσηξε πάλι από το ανοιχτό παράθυρο του συρμού. Σηκώθηκε από τη θέση της και στάθηκε μπροστά στις πόρτες σκοτεινή και εβένινη. Το σοκολατένιο της πρόσωπο, χαραγμένο από τα δάκρυα που μόλις πριν λίγα λεπτά είχε αφήσει ελεύθερα, θα χανόταν σε λίγο μέσα στη νύχτα. Δεν επρόκειτο να την ξαναδώ.
Σκέφτηκα πως ήταν Κυριακή βράδυ, το πρωί είχα να πάω στη δουλειά, με κυνηγούσαν ένα σωρό υποχρεώσεις, ήμουν δεμένη με ένα σωρό λουριά και το πολύ πολύ που θα μπορούσα να πάω ήταν μέχρι εκεί που μου το επέτρεπαν οι τόσοι περιορισμοί που από μόνη μου τους είχα επιτρέψει και μάλιστα τους είχα καλωσορίσει όπως ο σκύλος όταν δέχεται ευχάριστα το χάδι του αφεντικού. Δεν ξέρει πως απ`αυτό θα ξεκινήσουν όλα.
Ήταν ευτυχισμένο το μαύρο μου κορίτσι. Ήταν ευτυχισμένο όπως ήμουν κι εγώ κάποτε αλλά το ξέχασα. Ήμουνα ξένοιαστη, ήμουν χαρούμενη. Και τώρα ήμουν έρμαιο των μελαγχολικών κυριακάτικων απογευμάτων. Είχα δουλειά, λουρί, τα είχα όλα, σχεδόν τα είχα καταφέρει.
Αλλά δεν μου είχε μείνει πια ούτε μια σοκολάτα στο σακίδιό μου. Εξαφανίστηκαν κι αυτές όπως το σκοτεινό κορίτσι, μέσα στις ράγες της ζωής, σε ένα άλλο τρένο, ένα άλλο ανοιξιάτικο σούρουπο.
Χαμένα κομματάκια σοκολάτας.