Όταν ο Χασάν κι εγώ ήμαστε παιδιά, σκαρφαλώναμε στις λεύκες που βρίσκονταν δεξιά κι αριστερά στην αλέα που οδηγούσε στο σπίτι του πατέρα μου, κι από κει πειράζαμε τους γείτονες ρίχνοντας στα σπίτια τους τις ακτίνες του ηλίου μ’ ένα κομμάτι καθρέφτη. Καθόμαστε αντικριστά στα πιο ψηλά κλαδιά με τα πόδια κρεμασμένα στον αέρα και τις τσέπες των παντελονιών μας γεμάτες ξερά μούρα και καρύδια. Χρησιμοποιούσαμε τον καθρέφτη καθένας με τη σειρά του και την ίδια ώρα τρώγαμε τα μούρα, πετροβολούσαμε με αυτά ο ένας τον άλλον και λέγαμε αστεία γελώντας. Βλέπω ακόμα τον Χασάν καθισμένο καβα)ακευτά στα κλαδιά των δέντρων και τις ακτίνες του ηλίου να γλιστράνε μέσα από τα φυλλώματα πάνω στο σχεδόν ολοστρόγγυλο πρόσωπό του, ένα πρόσωπο όμοιο με κινεζικής κούκλας, σκαλισμένο σε χοντρό ξύλο, με πλατιά και φαρδιά μύτη και μάτια στενά, ίδια με φύλλα μπαμπού, τα οποία αντιφέγγιζαν άλλοτε χρυσαφένια, άλλοτε γκρίζα και κάποτε κάποτε ακόμα και ζαφειρένια, ανάλογα με το φως της ημέρας. Μπορώ ακόμα και βλέπω τα λεπτά και σε χαμηλή θέση αυτιά του και το μυτερό σαγόνι του, που φαινόταν σαν να το είχαν κολλήσει στο πρόσωπό του κατόπιν, καθώς και το λαγώχειλό του σχεδόν ακριβώς στη μέση, κι είχε ξεφύγει ελάχιστα το καλέμι του κατασκευαστή της κινεζικής κούκλας ή είχε απλώς κουραστεί και είχε γίνει απρόσεκτος.
Καμιά φορά, ενώ βρισκόμαστε σκαρφαλωμένοι σε εκείνα τα δέντρα, παρακινούσα τον Χασάν να ρίξει με τη σφεντόνα του καρύδια στο μονόφθαλμο λυκόσκυλο του γείτονά μας. Ο Χασάν δεν ήθελε, αλλά όταν τον παρακαλούσα με όλη μου την καρδιά, δε μου χαλούσε το χατίρι. Στην πραγματικότητα, δε μου αρνιόταν ποτέ τίποτα. Η σφεντόνα του ήταν φοβερά επικίνδυνη. Ο Αλή, ο πατέρας του Χασάν, γινόταν κυριολεκτικά έςμλλος κάθε φορΐά που μας
τσάκωνε με τη σφεντόνα, όσο έξαλλος βεβαίως μπορούσε να γίνει ένας άνθρωπος τόσο καλοσυνάτος όσο εκείνος. Μας κουνούσε απειλητικά το δάχτυλο, μας φώναζε να κατεβούμε από το δέντρο, μας έπαιρνε τον καθρέφτη και μας έλεγε τι του είχε πει η μητέρα του, πως δηλαδή με καθρέφτες έπαιζε ο Διάβολος για ν’ αποσπάσει την προσοχή των μουσουλμάνων κατά τη διάρκεια της προσευχής. «Και γελάει καθώς το κάνει αυτό», πρόσθετε πάντα μαλώνοντας το γιο του.
«Ναι, πατέρα», ψέλλιζε ο Χασάν χαμηλώνοντας τα μάτια του, όμως δε με πρόδιδε ποτέ, δηλαδή δεν πρόδιδε ποτέ πως ο καθρέφτης και τα καρύδια που πετούσαμε στο σκύλο του γείτονα ήταν δικές μου ιδέες.
Χαρταετοί πάνω από την πόλη – Khaled Hosseini