Η ελληνική κοινωνία έχει καιρό να τεντωθεί έτσι. Οι μισοί γκρινιάζουν για Εμφυλιοπολεμικές δηλώσεις, οι άλλοι μισοί ότι πάμε κατά διαόλου και δεν κάνουμε κάτι για αυτό.
Η ουσία είναι ότι χαϊδεύουμε την σαπουνόφουσκα.
Δεν κάνουμε τίποτα. Λέμε, λέμε, λέμε για τους κακούς Γερμανούς, την αμείλικτη Τρόικα, (τώρα τελευταία ξεχάσαμε το ΔΝΤ σα μπαμπούλα ή μου φαίνεται;) αλλά επί της ουσίας δεν κάνουμε τίποτα. Υποτίθεται ότι αυτοκτονούν γύρω μας σωρηδόν λόγω Κρίσης. Να φοβάσαι να βγεις στο κέντρο από τους αυτόχειρες που πηδάνε από τα μπαλκόνια ένα πράγμα.
Η κατάσταση όμως μοιάζει με πρωτοερωτευμένους. Σα ζαβλακωμένοι, τα λέμε αλλά συνεχίζουμε. “Μην μπλέξεις με αυτήν, θα σε καταστρέψει!” σου λένε οι φίλοι σου και πας βουρ. “Αυτός είναι παντρεμένος, αδιέξοδο φιλενάδα!” Μια που τα είπε και καμία που δεν το άκουσες καν. Ζόμπι με χαμόγελο. Έχουμε γύρω μας μια σαπουνόφουσκα και νομίζουμε ότι είναι αλεξίσφαιρο γιλέκο.
Σχεδόν όλοι οι Έλληνες είμαστε πλέον μελλοθάνατοι. Βλέπεις τον φίλο και σου λέει “έχω λεφτά για άλλους τρεις μήνες. Εσύ;” Α, εγώ για έξι μήνες, είμαι τυχερός. Μιλάμε ζηλόφθονα για τον άλλον που μπορεί να αντέξει και 1-2 χρόνια ακόμα. Αν δεν χάσει τη δουλειά του δηλαδή. Αν δεν κλείσει ο καλός του ο πελάτης. Βγαίνουν τα λόγια από το στόμα μας καμιά φορά με ειλικρίνεια αλλά αμέσως ξαναμπαίνουμε στη σαπουνόφουσκα. Πληρώνουμε τον καφέ 3 και 4 ευρώ, βγαίνουμε στην ταβέρνα επειδή “ε, μια ζωή την έχουμε”, δεν βγάζουμε το παιδί από τα εξτρά που κάνει επειδή “είναι βασικά αυτά για το μέλλον” και ζούμε σχεδόν όπως ζούσαμε.
Δεν προλάβαμε τα κακομαθημένα να συνηθίσουμε την πραγματικότητα. Χαϊδεύουμε την σαπουνόφουσκα σαν ναρκομανείς, τόσο το έχουμε ανάγκη. Αλλά ταυτόχρονα τα μάτια μας έχουν αρχίσει να αποκτούν την απελπισία του πρεζάκια.