Μερικοί άνθρωποι όταν κάνουν έρωτα βογκάνε σα να τους σκοτώνουν. Μπορεί να είναι επειδή στη ζωή τους σπάνια νιώθουν κάτι τόσο πρωτόγονο, ξεκάθαρο και δυνατό, εκφράζουν τον τρόμο απέναντι στον θάνατο που δεν βλέπουν αρκετά συχνά. Αλλά μπορεί να είναι κι επειδή το κάνουνε σωστά. Άργησα να καταλάβω ότι ήταν δικά μου βογκητά που άκουγα καθώς είχα συνέλθει από το χτύπημα σιγά σιγά και τα σκεφτόμουν όλα αυτά. Όταν άλλωστε χάνονται μετά από μάχη δύο ζώα πίσω από τα ψηλά χόρτα δεν ξέρεις αν σκοτώνονται ή ζευγαρώνουν.
Πολλά λέγονται και γράφονται για το τώρα. Πρέπει λέει να ζούμε σε αυτό. Με πάθος και ένταση. Ανάμεσα στο χτύπημα του κεφαλιού μου και την ζαλάδα να είχα ευχαριστηθεί τον πόνο πριν λιποθυμήσω. Ο Super Mario όλο τρέχει, δεν μπορεί να πάει πίσω, αλλά τουλάχιστον κάθε τόσο αλλάζει πίστα, σε αφήνει να πας μια τουαλέτα. Ανάμεσα σε τρεις λέξεις και τον χρόνο που κάνεις να καταλάβεις είναι μια αιωνιότητα:
“Έχουμε το κορίτσι.”
Είμαι από τους άντρες που ποτέ δεν αμφέβαλλαν ότι είναι δυνατοί άντρες, που στέκονται στην άκρη ενός νέου αιώνα και βλέπουν στο μέλλον ότι θα πάνε μακριά. Ακόμα και έτσι αλυσοδεμένος και με το κεφάλι που πονάει θα λάμψω γιατί έχω δυο γρήγορα χέρια κι ένα κεφάλι γεμάτο λέξεις. Είμαι ελεύθερος με σχεδόν τίποτα να χάσω, κοιτάω τον θάνατο στα μάτια σαν να σκέφτομαι ότι είναι μια φοβερή επιχειρηματική ιδέα που δεν σκέφτηκα ο ίδιος και ζηλεύω. Γιατί έχω βάλει τα χέρια μου μέσα στον θώρακα ετοιμοθάνατων και είμαι σίγουρος ότι αν βγάλεις τα αίματα και δεις μέσα, όλοι είμαστε ίδιοι περίπου. Κι αν εδώ τυχαίνει κάποιοι άγνωστοι αλλά ίδιοι από μέσα να θέλουν μπελάδες ας ετοιμαστούν για έναν κόσμο διαφορετικό.
Τους κοίταξα καλά αλλά χωρίς να δείχνω ότι παρατηρώ. Έμοιαζαν σαν να ήρθαν από γιορτή, όπως κάθονταν και άνοιγαν τα πόδια όπως κάνουν όσοι έχουν περπατήσει ή σταθεί πολύ ώρα. Τα χέρια πεσμένα σα να κρατούσαν όπλα ή λάβαρα ή ότι άλλο δεν πολυπιστεύουν αλλά έπρεπε να κρατάνε πιο πολύ ώρα από ότι βολεύει. Οι φωνές τους χαμηλές, κουρασμένες σα να φώναζαν για να ακουστούν ή να μην ξέρουν πως να τραγουδάνε δυνατά. Ιδρωμένοι αλλά καλοντυμένοι και με καλά παπούτσια. Καλά τα νέα θαρρώ από αυτά που βλέπω. Όλοι χρειαζόμαστε τέτοιους προστάτες, με μπάσες φωνές, με στόχο και σχέδιο, άντρες με σημαίες τα όνειρά τους να ανεμίζουν φανερά, πανιά οι προθέσεις τους κι εγώ βλέπω από μακριά στον ορίζοντα που έρχονται. Όλο έρχονται αυτά που θα κάνουν. Κι εγώ τα ξέρω.
‘Εγνεψα στον έναν, έδειξα με το αλυσοδεμένο χέρι μου ότι διψούσα. Μου έφερε ένα μικρό μπουκάλι από μια μεγάλη ντάνα με μπουκάλια. Ήπια μια μικρή γουλιά προσεκτικά, περίμενα να δω αν θα την ξεράσω. Έβγαλα το όπλο μου, τα λόγια μου, ξεδίπλωσα το μαγικό μου χαλί χωρίς καν να έχω σκεφτεί τι θα πω:
“Μάγκες έχω κάποια κενά. Οι μνήμες έρχονται με φόρα, σαν μεγάλα πελαγίσια κύματα, αλλά επιστρέφουν σιγά σιγά σαν εκείνα τα μαμούνια που βγαίνουν στην άμμο για λίγο μόλις δούνε ευκαιρία, κρατώντας έναν κόκκο άμμο.” Έτριψα το χτύπημα στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου, δεν είδα αντιδράσεις. Συνέχισα.
”Όπως κι αν το δεις, η απώλεια είναι ένας τρόπος για να ξέρεις. Αυτό το αεράκι που περνάει τώρα από εδώ μου θύμισε την ημέρα που έπεσα σε τάφο. Είχα πολλές δουλειές να κάνω αλλά κάπως το ένα μου πόδι βρέθηκε πιο χαμηλά, παραλίγο να πέσω.. Κοίταξα προς τα πάνω κι έγραφε “Τίνα Καφαντάκου, αγαπημένη σύζυγος, μητέρα” στο μάρμαρο. Μου φάνηκε ότι ο αέρας άρχισε μόλις το είδα το όνομα. Φοβήθηκα μήπως είχα ίλιγγο από τη μέση ηλικία, έκανα πλάκα στους φίλους μου στη δουλειά. Αν αρχίσει η μέρα σου στον τάφο, πόσο χειρότερη να γίνει μετά; Αλλά ο αέρας δεν σταμάτησε, με πάγωσε στον γυρισμό, ξεκόλλησε τη στέγη της αποθήκης, στράβωσε τις τριανταφυλλιές του γείτονα που τόσο του αρέσουν. Τα περήφανα παλιά μας δέντρα έγιναν κίνδυνος για την εκκλησία, σα να ήθελαν να την φάνε ζωντανή ήταν όταν μαζεύτηκαν για τον Εσπερινό. Φυσούσε κι όταν γύρισα σπίτι να μαγειρέψω, φυσούσε και το βράδυ που δεν κοιμήθηκα, με μανία διπλή όταν φίλησα τη γυναίκα μου. Δε νομίζω ότι ήταν αέρας δικός μου. Ούτε της πεθαμένης Κας Καφαντάκου, αγαπημένη σύζυγος και μητέρα. Δεν βγήκε από τα έγκατα της Γης ή της Κόλασης αλλά τον ένιωθες σαν πρόσκληση, όλα όσα σκεφτόσουν αλλά χωρίς περιορισμούς, αέρας που κάτι έψαχνε, περνούσε μέσα από τα σπίτια, από ρωγμές, σα μυρμήγκι που τρώει και σκάβει τον δρόμο του μέσα σε πεταμένο ξερό μπισκότο και ο αέρας φυσάει τα ψίχουλα να φτάσουν στα χέρια του μυλωνά που έκανε το αλεύρι, ψίχουλα σαν αλεύρι που γυρνάει στον ιδρωμένο φούρναρη και μπαίνουν με φόρα στις φλέβες του να ξαναγίνουν αίμα, μπορεί να πέρασαν κι από το αίμα της φουρνάρισας, να πήγαν πίσω ως το παιδί της, γιατί όχι; Τέτοιος αέρα δεν έχει λόγο να τελειώσει ποτέ και πουθενά. Αν δε μείνεις τελείως ακίνητος μπορείς να έχεις τη μια χαρά μετά την άλλη, αλλά είναι αδύνατον να μείνεις ακίνητος και να αγαπήσεις. Αυτό είναι το τίμημα του αδυσώπητου αέρα που μας διαπερνά τώρα καθώς περιμένει να μας πάρει και να μας σηκώσει. Αυτό είναι το τίμημα, αυτά πληρώνει ο αέρας. Πόση ώρα κάνουμε για να ακούσουμε όσα έχει να πει η σιωπή; Συγχωρέστε με που δεν σας βλέπω στο μισοσκόταδο, κοντεύω τα πενήντα ξέρετε και με αφήνει σιγά σιγά η όραση. Όχι όμως με σέξυ τρόπο, δεν είναι σαν σβησμένο χρώμα σε τζιν που φοράει κάποιο διάσημο μοντέλο σε διαφήμιση. Ναι, ναι, πιστεύω ότι η απώλεια είναι τρόπος να ξέρω.”
Σταμάτησα να πιω άλλη μια γουλιά νερό. Μια χαρά ήμουν, ήπια όλο το μπουκάλι. Οι άντρες γύρω μου δεν είχαν βγάλει άχνα.τόση ώρα, τους είχα μαγέψει. Μεθυσμένος από νερό, με μια μέτρια ποιητική ματιά στον θάνατο και την αναγέννηση τους είχα του χεριού μου.
Να δω πως θα αντέξω όμως όταν φέρουν το κορίτσι.
.
Η ιστορία δεν αποτελεί προϊόν μυθοπλασίας του Αλέκου Γκονζαλεζίδη. Δηλαδή η φάση που αρχίζει και μονολογεί κάτι ασυναρτησίες και μαγεύει ανθρώπους είναι αρκετά ακριβής περιγραφή της ζωής του ΜεξικανοΠόντιου αυτού συγγραφέα.