Σα να σηκώθηκε η γραμμή με την κιμωλία γύρω από το πτώμα. Και να περπάτησε. Γύρισε προς τα εμένα, υποκλίθηκε και έφυγε, άφησε την κορδέλα της αστυνομίας μετέωρη, χωρίς έγκλημα.
Σα να χτύπησε το βράδυ ξαφνικά το κινητό, η αναγνώριση κλήσης έδειχνε “νεκροταφείο” και μου μίλησες εσύ, μετά τραγούδησες μια άρια πανέμορφη, χορεύοντας μπαλέτο.
Σα να με κοιτάει η προηγούμενη σκυλίτσα μας. Κι αυτή όσο κι αν έτρωγε όλοι ρωτούσαν γιατί δεν την ταίζω. Ή η προπροηγούμενη που άντεξε και φόλα κι όλα, αυτή που πέθανε τυφλή γριά, πολύ γριά, σχεδόν αφύσικα πολύ τα άντεξε όλα.
Πέρασαν χρόνια, εγώ γνώρισα πολλές ακόμα, έμαθα διάφορα, βρήκα τον δρόμο μου και μπερδεύτηκα ξανά. Μα τώρα που με κοιτάς έτσι, νομίζω κερδίσαμε. Κόκκαλα που έθαψαν όλοι οι σκύλοι που αγάπησα ακούγονται να χτυπάνε μεταξύ τους.
Θαρρώ ότι κάτω από τη Γη μας χειροκροτάνε οι νεκροί. Και μετά τα γλείφουν και τα θάβουν πάλι.