Ή κάλπη μέ φοράδες εισήχθη στήν 71η ‘Ολυμπιάδα, τό 496, και καταργήθηκε στήν 84η, τό 444. Στόν τελευταίο γύρο ό αναβάτης κατέβαινε και έτρεχε μαζί μέ τό άλογο ως τό τέρμα
Ό Ιπποκράτης (‘Αφορισμοί 1, 3) διατεινόταν πώς ή υπερβολικά άριστη κατάσταση τής υγείας τών αθλητών έγκυμονοϋσε κινδύνους γι’ αυτούς. ‘Από τους ελληνιστικούς χρόνους συστηματοποιήθηκε ή έπαγγελματοποίηση τών αθλητών. Μιά έπιπλέον αιτία ήταν καϊ τά χρηματικά και άλλα βραβεία πού έδίδοντο στούς τοπικούς αγώνες. ‘Ιδιαίτερα κατά τήν ρωμαϊκή εποχή ό Γαληνός (2ος αί. μ.Χ.) καταφέρεται κατά τής δίαιτας τών άθλητών καϊ τής παραγωγής ύπερπρωτα θλητών (Προτρεπτικός έπί τάς τέχνας 9-14).
Παραβίαση τής έκεχειρίας σημειώθηκε στούς ‘Ολυμπιακούς άγώνες τό 420 από τοϋς Λακεδαιμονίους (18), τό 364, κατά τον πόλεμο ‘Ηλεί(ον-‘Αρκάδων (Ξενοφών, Ελληνικά 7, 4, 28-32), και στα Νέμεα τό 235 (Πλούταρχος, “Αρατος 28).
‘Από τά χρήματα τών προστίμων πού έπεβάλλοντο στούς άθλητές γιά τις παραβιάσεις, όπως ή μή έγκαιρη άφιξη, ή άνυπακοή στις έντολές, ή παραβίαση τών κανόνων τών άγώνων και ή δωροδοκία, κατασκευάζονταν χάλκινα άγάλματα τοϋ Διός, οί Ζάνες, τά όποια στήνονταν στήν “Αλτι μπροστά άπό τό άνάλημμα τών θησαυρών (20). Σέ μερικά άπό αυτά ήταν γραμμένα ελεγεία, πού ύμνούσαν τήν καθαρή νίκη μέ τήν γρηγοράδα τών ποδιών και τήν δύναμη τοϋ σώματος και όχι μέ τά χρήματα. Στις άνασκαφές βρέθηκαν δεκαέξι τέτοια βάθρα άγαλμάτων Ζανών.
Ή άπόφαση τών Ελλανοδικών γιά τόν νικητή ενός άγωνίσματος ήταν πάντα σεβαστή άπό δλους. “Εφεση κατά τών άποφάσεων τών Ελλανοδικών μπορούσε νά γίνει μόνο στήν Βουλή τών Ηλείων (Παυσανίας 6, 3, 7).
“Ενας άθλητής τής πάλης, τής πυγμαχίας ή τοΰ παγκρατίου μπορούσε νά άνακηρυχθεΐ νικητής χωρίς νά άγωνιστεΐ, όταν υπήρχε έλλειψη άντιπάλου. Αυτή τήν νίκη τήν ονόμαζαν άκονιτί, δηλαδή χωρίς σκόνη, χωρίς νά πέσει ό άθλητής στό χώμα. Ό Παυσανίας δεν τρέφει έκτίμηση γιά αυτούς τούς άθλητές ούτε γιά εκείνους πού ηύνοοΰντο άπό τήν κλήρωση. “Αλλωστε, υποστηρίζει δτι δέν κάνει κατάλογο τών ‘Ολυμπιονικών, αλλά περιγράφει τούς ανδριάντες τών νικητών. “Οταν λόγω τοΰ σκότους ό άγώνας τελείωνε άκριτος, δηλαδή ισόπαλος, χωρίς νά αναγνωριστεί νικητής, συνέβαινε ή ιερά νίκη. Τότε τό στεφάνι τής νίκης τό άφιέρωναν στον θεό. Μετά άπό κάποια νίκη ένός Ελλανοδίκη στήν 102η ‘Ολυμπιάδα, τό 372, απαγορεύθηκε και σέ αύτούς ή συμμετοχή.
Ό βασιλιάς ‘Αλέξανδρος Α’ τής Μακεδονίας έλαβε μέρος στά ‘Ολύμπια, άφού άπέδειξε τήν καταγωγή του άπό τούς ‘Αργείους και ήλθε δεύτερος στον δρόμο σταδίου (Ηρόδοτος 5, 22).
Ό άθλητής δήλωνε τήν πατρίδα του, μπορούσε όμως νά δηλώσει άλλη πατρίδα, άν γιά κάποιο λόγο είχε έκδιωχθεϊ άπό τήν δική του (19). Ό Έργοτέλης, τόν όποιο ύμνησε ό Πίνδαρος στήν 12η ολυμπιακή ώδή του, διώχτηκε γιά πολιτικούς λόγους άπό τήν Κνωσσό και κατέφυγε στήν Τμέρα τής Σικελίας, μέ τήν ύπηκοότητα τής όποιας κέρδισε νίκες στον δόλιχο δρόμο στούς Πανελλήνιους άγώνες (Παυσανίας 6, 4, 11).
‘Από τούς 4.779 άθλητές νικητές στις 293 ολυμπιάδες (776 π.Χ. -393 μ.Χ.), συμπεριλαμβανομένων τών 396 κηρύκιον και σαλπιγκτών, γνωρίζουμε τό όνομα, τήν πατρίδα και τό άγώνισμα πού έπρώτευσαν 709 ‘Ολυμπιονικών. Άπό αύτούς 74 ήταν περιοδονίκες και 126 νίκησαν περισσότερες άπό μία νρορές. “Αλλων 73 τά στοιχεία είναι έλλιπή. Τόν κατάλογο τών ‘Ολυμπιονικών κατέγραψε πρώτος γύρω στο 400 π.Χ. ό Ηλείος σοφιστής Τππίας, βασιζόμενος στά έπίσημα άρχεΤα πού φυλάσσονταν στο Βουλευτήριο τής ‘Ολυμπίας.
Μιά επιγραφή άπό τήν ‘Αθήνα τής περιόδου 431-422 π.Χ. (I.G. 12, 77, 11- 17) άναφέρει ότι οί πολίτες πού νίκησαν στούς γυμνικούς καί ιππικούς άγώνες στις τέσσερις Πανελλήνιες έορτές θά σιτίζονται δωρεάν κάθε ημέρα γιά όλη τους τήν ζωή στό Πρυτανείο καί θά άπολαμβάνουν καί άλλες τιμές.
Οί παντρεμένες γυναίκες άπαγορεύονταν νά παρακολουθούν τούς άγώνες τής ‘Ολυμπίας. Ό Παυσανίας άναφέρει δτι οί παραβάτιδες γκρεμίζονταν άπό τό Τυπαΐον όρος, άν και σημειώνει ότι καμμιά δέν συνελήφθη. Ή μοναδική γυναίκα πού παραβίασε τήν άπαγορευτική διάταξη, μεταμφιέστηκε και παρακολούθησε τούς άγώνες ήταν ή Ροδίτισσα Καλλιπάτειρα, κόρη τοϋ ‘Ολυμπιονίκη Διαγόρα κατά τήν 96η ‘Ολυμπιάδα (396 π.Χ.)
Οί Σπαρτιάτισσες πρώτευαν πάντα στά Ήραΐα, στούς άγώνες γιά γυναίκες πού είχαν θεσπιστεί στήν ‘Ολυμπία. Έτελοϋντο κάθε τέσσερα χρόνια (πεντετηρικός) προς τιμήν τής “Ηρας. Τό μοναδικό άγώνισμα ήταν ό δρόμος σταδίου, άλλά μειωμένος σέ 500 πόδια άντί τών 600 τών άνδρών
Ό ορισμός τής κατηγορίας συμμετοχής τών νέων έξαρτιόταν άπό τήν προσωπική διαβεβαίωση και τήν σωματική άνάπτυξη. Οί άθλητές έπρεπε μέ όρκο νά βεβαιώσουν ότι συμπλήρωσαν δεκάμηνη άσκηση και ότι θά τηρήσουν τούς κανόνες και οί ‘Ελλανοδίκες και οί κριτές ότι θά είναι άκριβοδίκαιοι. “Επειτα οί Ελλανοδίκες έκαναν τήν κλήρωση, τά άποτελέσματα τής οποίας, καθώς και τό άκριβές πρόγραμμα τών άγώνων άναγραφόταν σέ λεύκωμα, δηλαδή λευκό ξύλο, τό όποιο έτοποθετεϊτο έξω άπό τό Βουλευτήριο
Ή γυμνότητα τών σωμάτων βοηθούσε στήν άνεση τών κινήσεων (16, 17). Ό Πλάτων στήν “Πολιτεία” (452cd) άναφέρει ότι πρώτοι γυμνώθηκαν στά Γυμνάσια οί Κρήτες και κατόπιν οί Λακεδαιμόνιοι, πράγμα πού προκάλεσε τόν χλευασμό. Γρήγορα όμως οί επικριτές κατάλαβαν ότι ή γύμνωση ήταν κάτι τό φυσικό και λογικό.
Ό ιππόδρομος τής ‘Ολυμπίας βρισκόταν νότια τοϋ σταδίου και παρασύρθηκε άπό τό ρεΰμα τοΰ Άλφειοΰ
Τό άλμα συνοδευόταν μέ μουσική άπό αύλητή πού παραστεκόταν, ώστε νά δίνει στις κινήσεις τοΰ άλτη ρυθμό και άρμονία. Οί άλτες χρησιμοποιούσαν αλτήρες, δύο λίθινα ή μεταλλικά βάρη (60, 61). ‘Αλτήρες πού έχουν βρεθεί στις άνασκαφές, ζύγιζαν άπό 1.5 έως 2 κιλά. Πρόσφατες έρευνες τοϋ Πανεπιστημίου τοΰ Μάντζεστερ έδειξαν ότι ή χρήση τών άλτήρων αύξανε τό μήκος τοΰ άλματος κατά 6% περίπου. Τό λεξικό Σούδα άναφέρει γιά τόν Φάϋλλο τόν Κροτωνιάτη οτι πήδηξε στά Πύθια, γύρω στό 480 π.Χ., 55 πόδια = 16.28μ. (πυθικός πούς =0,296 μ.), ύπερβαίνοντας τά 50 πόδια τοΰ χιορου τοϋ σκάμματος, έξ ού και ή φράση “υπέρ τά έσκαμμένα πηδάν”, ό δέ Χίονις ό Σπαρτιάτης, κατά μαρτυρία τοΰ ‘Ιωάννου ‘Αντιοχείας (F. Η. Gr. IV, 540) στήν 29η ‘Ολυμπιάδα, τό 664, πήδηξε 52 πόδια ή 16.66 μ. Οί παραπάνω μαρτυρίες ύποδηλώ- νουν ότι σέ αύτές τις περιπτώσεις πρόκειται γιά άλμα τριπλούν.
Οί πυγμάχοι, γιά νά προφυλάσσουν τά χέρια τους, φορούσαν τις “μειλίχες”, ιμάντες μαλακού βοδινού δέρματος πού άφηναν τά δάκτυλα άκάλυπτα (Παυσανίας “Ιδ.). ‘Αργότερα οί πυγμάχοι φορούσαν οξείς (σκληρούς) ιμάντες, είδος γαντιοϋ άπό έτοιμους περιτυλιγμένους ιμάντες (70, 71). Τόν 2ο αί. μ.Χ., στά ρωμαϊκά αύτοκρατορικά χρόνια, έμφανίστηκε ένα νέο είδος γαντιού, τό caestus, τοΰ οποίου οί ιμάντες ήταν σέ ώρισμένα σημεία ένισχυμένοι μέ σφαιρίδια άπό σίδερο ή μόλυβδο, στοιχείο πού έκανε τό κτύπημα τής γροθιάς θανατηφόρο.
“Αν κάποιος νικοΰσε τήν ‘ίδια ημέρα στό παγκράτιο και στήν πάλη, λεγόταν παράδοξος ή παραδοξονίκης, έπειδή τέτοιες νίκες είχε κερδίσει πρώτος ό Ηρακλής. Ό Παυσανίας άναφέρει οκτώ τέτοιους άθλητές.
Νικόλαος Γ. Λάσκαρης
Διδάκτωρ Αρχαιολογίας
ΣΤΕΦΑΝΟΣ
Τό ‘Ολυμπιακό πνεύμα στήν ‘Αρχαία Ελλάδα
Comments are closed.