Ονειρευόμασταν. Πως όσο γλυκό ήταν το γάλα της μάνας στα χείλη, τόσο γλυκιά και τρυφερή θα ήταν η ζωή μας. Πως θα είχαμε τη σοφία να διαλέγουμε πάντα το σωστό μονοπάτι, χωρίς να σκοντάφτουμε ποτέ. Πως οι φίλοι θα άνθιζαν δίπλα μας σαν τα τριαντάφυλλα, τριαντάφυλλα λευκά, αγνά χωρίς κανένα αγκάθι. Δεν έγινε, ίσως να μπορούσε να γίνει…
Ονειρευόμασταν. Πως αν έρθουν τα δεινά, αν χάσουμε τους εαυτούς μας, τους δικούς μας, την ελπίδα, δεν θα χαθεί ο κόσμος. Θα πετάξουμε μακριά σαν τα χελιδόνια, να βρούμε αλλού τα όμορφα, να ξαναγεμίσουμε, να ησυχάσουν οι ψυχές μας. Μακάρι να μπορούσε να γίνει…
Ονειρευόμασταν. Ζωγραφίζοντας με ξυλομπογιές σε μπλοκ ιχνογραφίας ένα σπίτι που πάντα από την καμινάδα του έβγαινε καπνός. Δίπλα του όλοι μαζί πιασμένοι από τα χέρια σαν αλυσίδα, ο μπαμπάς, η μαμά κι εμείς. Θέλαμε αυτοί οι δεσμοί ποτέ να μη σπάσουν. Αν η ζωή μας ήταν βιβλίο αυτό θα ήταν παραμύθι και στην τελευταία σελίδα του αυτοί θα ζούσαν καλά κι εμείς καλύτερα. Μ’ αυτήν την εικόνα κι ένα χαμόγελο αποκοιμιόμασταν τα βράδια…
Ονειρευόμασταν. Σχεδιάζοντας στα σχολικά μας βιβλία τη θάλασσα μ’ έναν ήλιο να λιώνει μέσα της και να τη γεμίζει καρδιοχτύπι. Να μας πλημμυρίζει ο έρωτας, ο πρώτος και δυνατότερος, να ξαπλώνουμε στην άμμο, να βλέπουμε τα πεφταστέρια και να ευχόμαστε το «για πάντα». Ορκίσου το. Για πάντα. Δεν έτυχε να γίνει…
Ονειρευόμαστε… ξαπλωμένες στο ξεβαμμένο μωσαϊκό του πατρικού μας σπιτιού στο Βοτανικό, πλάι πλάι, το χέρι μου να σφίγγει το δικό σου δυνατά, κοιτώντας τους σοβάδες που κρέμονται από το ταβάνι. Γαλάτεια και Χριστίνα. Χριστίνα και Γαλάτεια. Πάντα ένα, πάντα το ίδιο, βγαλμένες από την ίδια μήτρα, το ίδιο ωάριο. Το ρολόι στον τοίχο έχει σταματήσει να χτυπάει χρόνια τώρα. Από τότε που αυτό το σπίτι ήταν ένα όμορφο σπιτάκι με καπνό που έβγαινε από την καμινάδα. Από τότε που τα γέλια μας κομμάτιαζαν την ησυχία της γειτονιάς. Ήμασταν όμορφες, έτσι έλεγαν όλοι, νομίζω πως είμαστε και τώρα. Γυρίζω και σε κοιτάζω. Είσαι λευκή σα νεράιδα, τα μαλλιά σου κυματίζουν στο πάτωμα, μακριά, στιλπνά. Τα μάτια σου βαθουλωμένα, παγωμένα, ανέκφραστα…
Μου φαίνεται πως ακούω το κουταλάκι να χτυπά στο γυάλινο ποτήρι. Ο μπαμπάς ετοιμάζει τη μυστική βυσσινάδα της μαμάς. Την ανακατεύει καλά καλά να μην φαίνεται η άσπρη σκόνη. Αυτή που θα την κάνει πάλι καλά. Η μαμά έχει τις στραβές της τελευταία, όταν δε φωνάζει κλείνεται στο δωμάτιο της και κλαίει. Μετά από ώρες ξεκλειδώνει την πόρτα. Βγαίνει στο σαλόνι, κάθεται μπροστά στο τζάκι και κοιτάζει τις φλόγες. Ο μπαμπάς είναι απασχολημένος στην κουζίνα. Σπάει χαπάκια στα δύο και τα βάζει σ’ ένα πλαστικό κουτάκι που πάνω αναγράφονται οι μέρες της εβδομάδας. Ο μπαμπάς είπε να είμαστε ήσυχες και πειθήνιες. Να μην κουράζουμε την μαμά, είναι άρρωστη. Άκουσα τη γιαγιά να λέει στην γειτόνισσα πως είχε ένα περίεργο πράγμα, ακόμα θυμάμαι πως το είχε πει. Ναι : «μανιοκατάθλιψη». Δεν ήξερα τι είναι αυτό, μου ακούστηκε πιο σοβαρό από τη γρίπη πάντως. Στο σχολείο κάποιος ψιθύριζε πως η μαμά είναι τρελή. Τον δείραμε. Ο δάσκαλος φώναξε το μπαμπά. Μόλις γυρίσαμε σπίτι μαλωμένες, η μαμά γελούσε, γελούσε τόσο δυνατά που μας ξεκούφανε. Ο μπαμπάς άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Φορούσε ένα γαλάζιο πουκάμισο και ήταν ιδρωμένος. Αυτό θυμόμαστε μόνο. Μείναμε οι τρεις μας, μερικές φορές και τέσσερις μαζί με τη γιαγιά.
Και τα χρόνια πέρασαν. Γαλάτεια και Χριστίνα γίναμε κοπέλες κανονικές. Με στήθος και περίοδο. Πήγαμε εκδρομή με το σχολείο. Τέσσερις μέρες στη Ρόδο. Ήταν τόσο όμορφα, ανυπομονούσαμε να τα διηγηθούμε όλα στη μαμά. Επιστρέφοντας, στο τζάκι πάνω μια φωτογραφία της από παλιές διακοπές. Ο αέρας κυμάτιζε το λευκό φόρεμά της και ήταν όμορφη, αιθέρια.
Γαλάτεια και Χριστίνα ντυμένες στα μαύρα εκείνο το ζεστό πρωινό του Μαΐου. Λουλούδια και χώμα. Φανταστήκαμε τη φωτογραφία πάνω στο τζάκι. Δεν κλάψαμε. «Από μόνη της το αποφάσισε να φύγει. Δεν θα ήθελε να την κρατήσουμε», είπε η γιαγιά.
Γαλάτεια και Χριστίνα μόνες στην Αθήνα. Πολλοί φίλοι, αμέτρητα ξενύχτια. Πάντα μαζί, πάντα το ίδιο. Θέλαμε να γνωρίσουμε τον κόσμο, να προλάβουμε να ζήσουμε. «Η ζωή είναι μικρή λέγαμε, έχουμε η μια την άλλη»… Ο πρώτος μας έρωτας: Ένα παιδί πέντε χρόνια μεγαλύτερο. Ο Δημήτρης, ήταν ψηλός, λεπτός με δύο σχισμές για μάτια. Γελούσαμε που δεν μπορούσε να αποφασίσει ποιά από τις δυο αγαπά. Ποτέ δεν κατέληξε, ίσως ακόμα δεν έχει καταλήξει. Γαλάτεια, Χριστίνα και Δημήτρης. Πάντα θέλαμε ένα στενό φίλο κι αυτός μας πρόσεχε σαν να ήμασταν αδελφές του. Δεν μας άφηνε από τα μάτια του ποτέ, μαζί στη σχολή , μαζί στους καφέδες, μαζί στα στενά της Πλάκας παίζαμε κρυφτό σαν παιδιά. Τον αγαπούσαμε το Δημήτρη, ακόμα τον αγαπάμε. Ποτέ δε φιληθήκαμε, μόνο αγκαλιαζόμασταν σφιχτά. Αυτός μας ξαναθύμισε πως είναι να ονειρευόμαστε. Μας είχε λείψει τόσο αυτό. Χαράξαμε με μελάνι το ίδιο σχέδιο και οι τρεις. Ένα χελιδόνι στην κλείδωση του αγκώνα. Κάθε μέρα το γιορτάζαμε, σαν να ήταν η τελευταία μας.
Πηγαίναμε πολλά ταξίδια οι τρεις μας, συχνά ήταν κι άλλοι μαζί γνωστοί και άγνωστοι. Πηγαίναμε ταξίδια ξαπλωμένοι, να όπως είμαστε τώρα εμείς οι δυο, στο πάτωμα του πατρικού μας στο Βοτανικό. Κοιτούσαμε το ταβάνι και ονειρευόμασταν. Χρώματα πλημύριζαν τους τοίχους, ο σκονισμένος πολυέλαιος έλαμπε, η ζωή μας δεν ήταν πια ασπρόμαυρη και τα χελιδόνια μας έσκιζαν τον αέρα με τις διχαλωτές ουρές τους και έφταναν μακριά, ως τη γη του Πυρός.
Έχουμε να δούμε το Δημήτρη έξι μήνες περίπου, τον έστειλαν σε μια κοινότητα στην Ισπανία για να «γίνει καλά». Ούτε γεια δεν προλάβαμε να πούμε. Βρήκα δουλειά σ’ ένα μπαρ κι εσύ έμενες σπίτι και ταξίδευες μόνη πια. Τα χαράματα που γύριζα σε έβρισκα χωμένη στο μωσαϊκό. Τα περισσότερα όνειρα σου πονούσαν πολύ, μέχρι τούτο εδώ το πρωινό. Σφίγγω το παγωμένο χέρι σου στο δικό μου. Το χελιδόνι σου είναι μελανό. Δεν έμαθα να κλαίω. Γεμίζω τις βαλίτσες του μυαλού μου με τη Μαμά, το μπαμπά, τη γιαγιά, το Δημήτρη κι Εσένα, τη βαλίτσα μου με δυο τρία ρούχα και τη φωτογραφία της μαμάς με το λευκό φόρεμα. Το καλύτερο ταξίδι είναι αυτό που δεν έχω κάνει ακόμα.
Με λένε Χριστίνα. Ακόμα Ονειρεύομαι…